Του Ψηλορείτη τα πουλιά στον κάμπο δε φωλεύουν
κι οι μερακλίδικες καρδιές τα πλούτη δε ζηλεύουν
Άχυρα ρίχνω στο νερό, βαριά ’ναι και βουλιούνε
κι άλλοι μολύβια ρίχνουνε και στον αφρό κυλούνε
Δεντρί που δε σου μέλλεται να φάεις τον καρπόν του
μην κοιμηθείς στον ίσκιον του και πάρεις τον καημόν του
Φύλλο ξερό στον ποταμό το ρέμα του με σέρνει
ποιος ξέρει σε ποιο πέλαγο, σε ποιο γκρεμό με φέρνει
Ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα
σαν είναι ο τράγος δυνατός, δεν τονε στένει η μάντρα
Φύσηξε αγέρι τα πανιά για να καρπίσει η γης μας
ψωμί να φάνε οι ξένοι μας κι οι φίλοι κι οι οχτροί μας
Μην τονε κλαις τον αϊτό όντε βροντά και βρέχει
μόνο να κλαις ένα πουλί όπου φτερά δεν έχει
Περήφανος είναι ο αϊτός γιατί ψηλά καθίζει
μα η πέρδικα κι αν κελαηδεί στο χώμα στραταρίζει
Περήφανος είν’ ο αϊτός μα είν’ και το γεράκι
που βάνει σε λογαριασμό κάθε λογής πουλάκι
Ποτέ γεράκι δε γερνά μόν’ από σκότος πάει
μ’ αλήθεια και το δίκιο ντου κάνει το, δεν το χάνει
Ένας αϊτός στη θύελλα παλεύει μη μπλαντάξει
και καρτερεί την ξαστεριά στον ήλιο να πετάξει
Ήλιε μου ίντα σου ’καμα και πας να βασιλέψεις
κι αφήνεις με στα σκοτεινά και πας αλλού να φέξεις
Ο κόσμος είν’ ένα δεντρί και ’μείς τ’ απωρικό του
ο Χάρος είναι τρυγητής και τρώει τον καρπό του