Να ’μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια
ν’ αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα
να ’βλεπα την αγάπη μου, να ’βλεπα τον καλό μου
σε τι σαντίρια κάθεται, σε τι τραπέζια τρώει
τίνους χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου τρέμουν
τίνους ματάκια τον κοιτούν και τα δικά μου τρέχουν
τίνους χειλάκια τον φιλούν και τα δικά μου σκάζουν
σαντίρι ή σεντίρι: πεζούλι, κάθισμα