Σταυραετός συχνοπερνά ’πό τα σκινοματούρια
π’ αποσκαλίζει η πέρδικα και χωματοκυλιέται
λυπητερά της τραγουδεί και θλιβερά σφυρίζει
Ξύπνησε ρουσιοπέρδικα και γλυκοσυνογειά μου
κι απού τα σύναθα έρκομαι ν’ ακούσεις τη λαλιά μου
Ξυπνή ’μαι ’γώ κι ακούω σου που κελαηδείς για μένα
και τη λαλιά σ’ απογροικώ και σε γνωρίζω κιόλα
μα ’ε ξωσύρνω του κλαδιού γιατί ’σαι τραϊτόρος
γιατί ’σαι κομποπί’ουλος και θε’ να με αρπάξεις
σκινοματούρια: είδος θάμνου. Ο σκίνος, συστάδα σκίνων
γλυκοσυνογειά: γλυκοσυνοδειά, γλυκιά συντροφιά, καλή παρέα
σύναθα: άνθη μελιτοφόρα του βουνού, από τα οποία παίρνουν νέκταρ οι μέλισσες
απογροικώ: αφουγκράζομαι
τραϊτόρος: προδότης.
μα ’ε ξωσύρνω: μα δεν βγαίνω έξω
κομποπί’ουλος (< κόμπος: δόλος + πίζουλος: επίζηλος, επισφαλής): επικίνδυνος, δολοπλόκος, πονηρός, μηχανορράφος