Σαράντα πέντε λεμονιές στην άμμο φυτρωμένες
κάνουν τα φύλλα πράσινα και τα λεμόνια αφράτα
μόν’ η δική μου λεμονιά στην πέτρα είναι βγαλμένη
κάνει τα φύλλα μάλαμα και τα λεμόνια ασήμι
κι όποιος τα πιάσει πιάνεται κι όποιος τα ιδεί πεθαίνει
κι όποιος τα γλυκομυριστεί σκίζει τη γης και μπαίνει
Μοιράσου τους στίχους |
Πουλάκι μου μελαχρινό, πουλί μου μαραμένο
αυτού που βούλεσαι να πας, να πας να ξεχειμάσεις
αυτού κλαρί δε βρίσκεται, χορτάρι δε φυτρώνει
φύτρων’ το στειροβότανο κι αυτό αριά φυτρώνει
το τρώνε οι λύκοι και ψοφούν, τ’ αρκούδια και λυσσάζουν
να το ’τρωγε κι η μάνα μου, εμένα να μην κάνει
κι αν μ’ έκαμε τι μ’ ήθελε κι αν μ’ έχει τι με θέλει
να γκιζηρώ, να βρίσκομαι στις φυλακές, στις πόρτες
γκιζηρώ: περιπλανιέμαι, τριγυρνώ
Μοιράσου τους στίχους |
Να ’μαν πουλί των Γρεβενών κι αηδόνι του Μετσόβου
γυαλένια μου, τριανταφυλλένια μου
να πέταγα, ν’ αγνάντευα πώς τα περνάει η αγάπη
γυαλένια μου, τριανταφυλλένια μου
Σε μπαλκονάκι κάθονταν, χρυσό μαντίλ’ κεντούσι
γυαλένια μου, τριανταφυλλένια μου
αποβραδίς το κένταγε και το πρωί το στέλνει
γυαλένια μου, τριανταφυλλένια μου
και ’γώ δώρο της έστελνα, κορδέλα κεντημένη
γυαλένια μου, τριανταφυλλένια μου
Μοιράσου τους στίχους |
Μια γαλάζια περιστέρα
πέταξε και πάει ’σα πέρα
στο βουνό βουνό πετούσε
και το ταίρι της ζητούσε
Ταίρι μου ξενιτεμένο
έλα που σε περιμένω
στο βουνό με τα λουλούδια
να σου πω γλυκά τραγούδια
Μοιράσου τους στίχους |
Λάλησε κούκε μ’, λάλησε όπως λαλούσες πρώτα
και μη λαλείς παράκαιρα και παραπονεμένα
παραπονείς την κλεφτουριά και τα καπετανάτα
Τι να λαλήσω, τι να πω και τι να μολογήσω
μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
κι ο δόλιος ο χινόπωρος παραφαρμακωμένος
Μοιράσου τους στίχους |
Ήλιε μ’ και τι πολάργιασες κι αργείς να βασιλέψεις
σε βλαστημάει η αργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες
σε βλαστημούν και τα μωρά στις κούνιες κρεμασμένα
πολάργιασες: άργησες πολύ
Μοιράσου τους στίχους |
Περπερούνα περπατεί
και το Θιο παρακαλεί
για να βρέξει μια βροχή
μια βροχή μια σιγανή
για να γέν’ τα στάρια μας
κι τα καλαμπόκια μας
μπάρις μπάρις τα νιρά
μπάρις μπάρις τα κρασιά
Μοιράσου τους στίχους |
Ερόδισε η Ανατολή και ξημερώνει η Δύση
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι αυγερινός τραβιέται
πάν’ τα πουλάκια στη βοσκή και οι λυγερές στη βρύση
βγαίνω εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου
βρίσκω μια κόρη που ’πλενε σε μαρμαρένια γούρνα
σαράντα σίκλους έβγαλε στα μάτια δεν την είδα
κι απάνω στους σαράντα δυο τη βλέπω δακρυσμένη
Γιατί δακρύζεις λυγερή και βαριαναστενάζεις
μήνα πεινάς μήνα διψάς, μήνα ’χεις κακή μάνα
Μήτε πεινώ μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα
ξένε μου, ο άντρας πέθανε, ο άντρας μου εχάθη
μαύρος: το άλογο
σίκλος: κουβάς
Μοιράσου τους στίχους |
Δώδεκα χρόνους έκανα να στήσω περιβόλι
μ’ όλο μηλιές και κυδωνιές, νεράντζι και λεμόνι
και κόκκινες τριανταφυλλιές αντάμα με τις άσπρες
Σαν το ’μαθαν και τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
σιβαίνουν, βγαίνουν, κελαηδούν, μόν’ κελαηδούν και λένε
βασιλοπούλα τ’ άκουσε ψηλά από το σαράι
Καλότυχο εσύ πουλί με τη λαλίτσα που ’χεις
Τι ζήλεψες βασίλισσα ’πό μένα το πουλάκι
εσύ τρώγεις αφρό ψωμί κι εγώ βοσκώ χορτάρι
εσύ κοιμάσαι στα χρυσά κι εγώ στο κοντοκλάδι
εσύ πίνεις γλυκό κρασί κι εγώ νερό απ’ τις μπάρες
’σύ παντυχαίνεις άνθρωπο για να ’ρθει να σε πάρει
’γώ παντυχαίνω σταυραϊτό που θέλει να με φάει
σιβαίνω: εισβαίνω, μπαίνω
μπάρα: λακκούβα, λούμπα
παντυχαίνω: περιμένω, καρτερώ, συναντώ
Μοιράσου τους στίχους |
Έβγα κυρά μου Παναγιά να δεις τις Βάγιες που ’ρθαν
Βάγιες μου βαγίτσες μου, λίγο χαμηλώσετε
για να κόψω ένα κλαρί να το δώσω στο Χριστό.
Έβγα κυρά μου Παναγιά να δεις τις Βάγιες που ’ρθαν
Μοιράσου τους στίχους |