Εχάραξε η ανατολή, εχάραξε κι η δύση
Χιώτισσα, Σμυρνιώτισσα,
Σμυρνιά μου, λουλουδιά μου
πάν’ τα πουλάκια στη βοσκή και οι όμορφες στη βρύση
παίρνει κι ο νιος το άτι του και πάει να το ποτίσει
βρίσκει μια κόρη κι έπλενε σε μαρμαρένια βρύση
σαράντα τάσια του ’δωσε, τα μάτια της δεν τα είδε
κι απάνω στα σαράντα δυο ακούει κι αναστενάζει
Τι έχεις κόρη που θλίβεσαι, τι έχεις που αναστενάζεις
Άντρα έχω στην ξενιτιά και λείπει τριάντα χρόνια
κι ακόμα πέντε καρτερώ και πέντε περιμένω
κι αν δεν τον δω κι αν δεν τον βρω, καλόγρια θε να γένω
Κόρη, σα λείπει ο άντρας σου, σα λείπει ο καλός σου
πες μας σημάδια του κορμιού, σημάδια απ’ το κεφάλι
Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός και λεπτοκαμωμένος
είχε ελιά στο πρόσωπο κι ελιά στο μάγουλό του
είχε κορμί για φορεσιά και μέση για ζουνάρι
Εγώ ’μαι κόρη ο άντρας σου, εγώ ’μαι ο καλός σου