Δώδεκα χρόνους έκανα να στήσω περιβόλι
μ’ όλο μηλιές και κυδωνιές, νεράντζι και λεμόνι
και κόκκινες τριανταφυλλιές αντάμα με τις άσπρες
Σαν το ’μαθαν και τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
σιβαίνουν, βγαίνουν, κελαηδούν, μόν’ κελαηδούν και λένε
βασιλοπούλα τ’ άκουσε ψηλά από το σαράι
Καλότυχο εσύ πουλί με τη λαλίτσα που ’χεις
Τι ζήλεψες βασίλισσα ’πό μένα το πουλάκι
εσύ τρώγεις αφρό ψωμί κι εγώ βοσκώ χορτάρι
εσύ κοιμάσαι στα χρυσά κι εγώ στο κοντοκλάδι
εσύ πίνεις γλυκό κρασί κι εγώ νερό απ’ τις μπάρες
’σύ παντυχαίνεις άνθρωπο για να ’ρθει να σε πάρει
’γώ παντυχαίνω σταυραϊτό που θέλει να με φάει
σιβαίνω: εισβαίνω, μπαίνω
μπάρα: λακκούβα, λούμπα
παντυχαίνω: περιμένω, καρτερώ, συναντώ