Δώδεκα χρόνους έκανα

Δώδεκα χρόνους έκανα να στήσω περιβόλι
μ’ όλο μηλιές και κυδωνιές, νεράντζι και λεμόνι
και κόκκινες τριανταφυλλιές αντάμα με τις άσπρες
Σαν το ’μαθαν και τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
σιβαίνουν, βγαίνουν, κελαηδούν, μόν’ κελαηδούν και λένε
βασιλοπούλα τ’ άκουσε ψηλά από το σαράι
Καλότυχο εσύ πουλί με τη λαλίτσα που ’χεις
Τι ζήλεψες βασίλισσα ’πό μένα το πουλάκι
εσύ τρώγεις αφρό ψωμί κι εγώ βοσκώ χορτάρι
εσύ κοιμάσαι στα χρυσά κι εγώ στο κοντοκλάδι
εσύ πίνεις γλυκό κρασί κι εγώ νερό απ’ τις μπάρες
’σύ παντυχαίνεις άνθρωπο για να ’ρθει να σε πάρει
’γώ παντυχαίνω σταυραϊτό που θέλει να με φάει

σιβαίνω: εισβαίνω, μπαίνω
μπάρα: λακκούβα, λούμπα
παντυχαίνω: περιμένω, καρτερώ, συναντώ

Σιάτιστα

Σχόλια

Καθιστικό τραγούδι από τη Σιάτιστα, με γνωμικό και διδακτικό περιεχόμενο. Το στοιχείο της υπερβολής και του υπερφυσικού διαλόγου της βασιλοπούλας με το πουλάκι αξιοποιείται για να αναδείξει τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών καθώς και την απληστία των ισχυρών. Η εισαγωγική περιγραφή του περιβολιού με τα δέντρα και τα λουλούδια του ζωντανεύει το σκηνικό όπου διαδραματίζεται η αφήγηση.

Μοιράσου τους στίχους

Array