Ένας άγουρος κι ένας καλός στρατιώτης
κάστρο γύρευε, χωριό να πάει να μείνει
κι ούδε κάστρο βρίσκ’ κι ούδε χωριό να μείνει
βρίσκει ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο
στέκ’ και το ρωτάει, στέκεται και του λέει
Δέξε με δεντρί, εμέν’ και τ’ άλογό μου
πού είν’ η ρίζα σου να δέσω τ’ άλογό μου
πού είν’ η κλώνα σου να βάλω τ’ άρματά μου
Για κι η ρίζα μου, δέσε και τ’ άλογό σου
για κι η κλώνα μου, βάλε και τ’ άρματά σου
για κι ο ίσκιος μου, πέσε να ξαποστάσεις
κι αύριο το ταχιά το δίκιο μ’ το γυρεύω
δυο σταμνιά νερό στη ρίζα μου να ρίξεις
άγουρος: αγόρι, παλληκάρι
δέξε με: υποδέξου με
το ταχιά: πολύ νωρίς, πρωί πρωί