Ερόδισε η Ανατολή και ξημερώνει η Δύση
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι αυγερινός τραβιέται
πάν’ τα πουλάκια στη βοσκή και οι λυγερές στη βρύση
βγαίνω εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου
βρίσκω μια κόρη που ’πλενε σε μαρμαρένια γούρνα
σαράντα σίκλους έβγαλε στα μάτια δεν την είδα
κι απάνω στους σαράντα δυο τη βλέπω δακρυσμένη
Γιατί δακρύζεις λυγερή και βαριαναστενάζεις
μήνα πεινάς μήνα διψάς, μήνα ’χεις κακή μάνα
Μήτε πεινώ μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα
ξένε μου, ο άντρας πέθανε, ο άντρας μου εχάθη
μαύρος: το άλογο
σίκλος: κουβάς