Έχασα τη γαούραν μου τζ’ εν’ φορτωμένη ξύλα
Ντε γαουρίτσα, ντε
Αν πείτε για τα κάλλη της, έν’ πρώτη ’πού τες πρώτες
Η γαουρίτσα μου
Αν δείτε την ραχούαν της, έσει μια κόντραν τόσην
Η γαουρίτσα μου
Τζ’ αν πείτε για το στόμα της, ’εν έσει δόντια μέσα
Της γαουρίτσας μου
Τζ’ αν πείτε για τα πόθκια της, έν’ όπως τα δοξάρκα
Ντε γαουρίτσα, ντε
Τζ’ αν πείτε για τ’ αυτούθκια της, έν’τσουλλωμένα κάτω
Της γαουρίτσας μου
Τζ’ αν πείτε για τον νούρον της, ’εν έσει τρίχαν πάνω
Ντε γαουρίτσα, ντε
Τζ’ όποιος την έβρει βρε παιδιά παίρνει την χαρτωμένην
Την γαουρίτσαν μου
γαούρα: γαϊδούρα
κόντρα: σκληρό εξόγκωμα στη ράχη
όπως τα δοξάρκα: σαν τόξα (στραβά)
τσουλλωμένα: κρεμασμένα
νούρος: ουρά
χαρτωμένη: αρραβωνιαστικιά