Τώρα είν’ ο Μάης κι η άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι
τώρα τα ελάφια χαίρονται, τώρα δροσολογιούνται
και μια λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκει, δε δροσίζεται, δεν πάει κοντά με τ’ άλλα
όλο τ’ απόσκια περπατεί και τα ζερβά κοιμάται
κι όπ’ εύρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει
κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκεις, δε δροσίζεσαι, δεν πας κοντά με τ’ άλλα
Ήλιε μου σαν με ρώτησες θε να σ’ ομολογήσω
δώδεκα χρόνους έκανα στείρα χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα και μπρος, απόχτησα ελάφι
και ’κεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
το βρίσκει βόσκει μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει
ζερβά: απόμερα