Η λαφίτσα

Τώρα είν’ ο Μάης κι η άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι
τώρα τα ελάφια χαίρονται, τώρα δροσολογιούνται
και μια λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκει, δε δροσίζεται, δεν πάει κοντά με τ’ άλλα
όλο τ’ απόσκια περπατεί και τα ζερβά κοιμάται
κι όπ’ εύρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει
κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκεις, δε δροσίζεσαι, δεν πας κοντά με τ’ άλλα
Ήλιε μου σαν με ρώτησες θε να σ’ ομολογήσω
δώδεκα χρόνους έκανα στείρα χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα και μπρος, απόχτησα ελάφι
και ’κεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
το βρίσκει βόσκει μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει

ζερβά: απόμερα

Στερεά Ελλάδα

Σχόλια

Τραγούδι με θέμα τη λαφίτσα, διαδεδομένο ιδιαίτερα στη Στεριανή Ελλάδα, όπου χορεύεται στα βήματα του συρτού χορού. Αναφέρεται με έντονη ποιητική εκφραστικότητα στον συγκινητικό διάλογο του ήλιου με τη λαφίνα, η οποία θρηνεί το σκοτωμένο από τον κυνηγό παιδί της.

Μοιράσου τους στίχους

Array