Με την ενσωμάτωση στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής του Φορέα Διαχείρισης Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου και Μονεμβασίας και του Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου – Κυθήρων, η Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου λειτουργεί με έδρα το Άστρος Κυνουρίας και Παράρτημα τη Σπάρτη.
Η Μ.Δ. υπάγεται στην Διεύθυνση Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (Τομέας Β) της Γενικής Διεύθυνσης του Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.
Η χωρική της αρμοδιότητα περιλαμβάνει τους Κωδικούς Προστατευόμενων Περιοχών ως εξής:
GR2510003 | ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΜΙΔΙ |
GR2520003 | ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥΣΤΟΥ |
GR2520005 | ΜΟΝΗ ΕΛΟΝΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΔΡΑ ΛΕΩΝΙΔΙΟΥ – ΣΠΗΛΑΙΟ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΑΛΑΖΙΑ ΛΙΜΝΗ |
GR2520006 | ΟΡΟΣ ΠΑΡΝΩΝΑΣ (ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΛΕΒΗΣ) |
GR2540001 | ΟΡΗ ΓΙΔΟΒΟΥΝΙ, ΧΙΟΝΟΒΟΥΝΙ, ΓΑΪΔΟΥΡΟΒΟΥΝΙ, ΚΟΡΑΚΙΑ, ΚΑΛΟΓΕΡΟΒΟΥΝΙ, ΚΟΥΛΟΧΕΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ – ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΟΛΩΜΟΥ ΤΡΥΠΑ ΚΑΙ ΠΥΡΓΟΣ ΑΓ. |
GR2540002 | ΠΕΡΙΟΧΗ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΝΗΣΟΣ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ |
GR2540003 | ΕΚΒΟΛΕΣ ΕΥΡΩΤΑ, ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΡΟΝΤΑΜΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΛΑΚΩΝΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ |
GR2540005 | ΛΑΓΚΑΔΑ ΤΡΥΠΗΣ |
GR2540006 | ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ ΕΚΒΟΛΩΝ ΕΥΡΩΤΑ |
GR2540007 | ΟΡΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ |
GR2540008 | NOTIA MANΗ |
GR2540009 | ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΖΩΝΗ ΝΟΤΙΑΣ ΜΑΝΗΣ |
GR2550001 | ΦΑΡΑΓΓΙ ΝΕΔΩΝΑ (ΠΕΤΑΛΟΝ – ΧΑΝΙ) |
GR2550006 | ΟΡΟΣ ΤΑΫΓΕΤΟΣ – ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΡΑΧΗΛΑΣ – ΣΠΗΛΑΙΟ ΒΑΤΣΙΝΙΔΗ |
GR2550009 | ΟΡΟΣ ΤΑΫΓΕΤΟΣ – ΛΑΓΚΑΔΑ ΤΡΥΠΗΣ |
GR3000008 | ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ – ΠΡΑΣΣΟΝΗΣΙ ΚΑΙ ΛΑΓΟΥΒΑΡΔΟΣ |
GR3000010 | ΝΗΣΙΔΕΣ ΚΥΘΗΡΩΝ: ΠΡΑΣΣΟΝΗΣΙ, ΔΡΑΓΟΝΕΡΑ, ΑΝΤΙΔΡΑΓΟΝΕΡΑ |
GR3000012 | ΝΗΣΟΣ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ ΚΑΙ ΝΗΣΙΔΕΣ ΠΡΑΣΣΟΝΗΣΙ, ΛΑΓΟΥΒΑΡΔΟΣ, ΠΛΑΚΟΥΛΗΘΡΑ ΚΑΙ ΝΗΣΙΔΕΣ ΘΥΜΩΝΙΕΣ |
GR3000013 | ΚΥΘΗΡΑ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΝΗΣΙΔΕΣ: ΠΡΑΣΣΟΝΗΣΙ, ΔΡΑΓΟΝΕΡΑ, ΑΝΤΙΔΡΑΓΟΝΕΡΑ, ΑΥΓΟ, ΚΑΠΕΛΛΟ, ΚΟΥΦΟ ΚΑΙ ΦΙΔΟΝΗΣΙ |
GR3000019 | ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΥΘΗΡΩΝ |
Ακροναυπλία & Παλαμήδι
ΕΖΔ GR 2510003
Η περιοχή της Ακροναυπλίας είναι ένας απότομος βραχώδης λόφος στην κορυφή του οποίου είναι οικοδομημένο το φρούριο του Παλαμηδίου στα ανατολικά. Πρόκειται για ένα αξιόλογο μνημείο ιστορικής, πολιτιστικής και αισθητικής αξίας που αποτελεί τουριστικό θέλγητρο της ευρύτερης περιοχής, ενώ βρίσκεται πολύ κοντά στην πόλη του Ναυπλίου η οποία αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.
Γεωλογικά ο χώρος ανήκει στην Υπο-πελαγονική ζώνη (ζώνη της Ανατολικής Ελλάδας), η οποία χαρακτηρίζεται από σχηματισμούς σχιστάργιλου-ψαμμίτη-πυριτόλιθου (στρώσεις μάργας με ψαμμίτες, ασβεστόλιθους και μερικές φορές μαργαϊκούς πυριτόλιθους).
Λιμνοθάλασσα Μουστού
ΕΖΔ GR 2520003
Η λιμνοθάλασσα του Μουστού βρίσκεται στην Αρκαδία βόρεια του όρμου του Άστρους και αποτελεί τον κεντρικό υγρότοπο του συμπλέγματος που περιλαμβάνει (βόρεια προς νότια) το έλος Κάτω Βερβένων, την εκβολή του Τάνου ποταμού και τις εναπομείνασες υγροτοπικές εκτάσεις στην περιοχή Ατσίγγανος, τη λιμνοθάλασσα Μουστού έως την υγροτοπική έκταση του Χερονησίου και την εκβολή του Βρασιάτη. Οι υγρότοποι έχουν σχηματιστεί από την δράση των ποταμών Τάνου και Βρασιάτη και από υπόγεια νερά (καρστικές πηγές). Η λιμνοθάλασσα του Μουστού δέχεται γλυκά νερά από πηγή και θαλασσινό νερό από το κανάλι.
Η λιμνοθάλασσα Μουστού και οι παρακείμενοι υγρότοποι αποτελούν τις κυριότερες περιοχές διαχείμασης των υδρόβιων πουλιών στην ανατολική Πελοπόννησο και είναι ιδιαίτερα αξιόλογοι για τη διαχείμαση και μετανάστευση των υδρόβιων, αρπακτικών και στρουθιόμορφων πτηνών, καθώς βρίσκονται στο μεταναστευτικό διάδρομο των ανατολικών ακτών της Ελλάδας.
Πολλά από τα είδη πτηνών περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΕ. Επίσης έχει καταγραφεί πλήθος ερπετών, αμφιβίων, μικρών θηλαστικών, καθώς και ψαριών. Σημαντικότατο το είδος της βίδρας Lutra lutra, με έναν μικρό πληθυσμό να οριοθετείται στον υγρότοπο του Μουστού, καθώς επίσης και το τσακάλι Canis aureus το οποίο έχει μεγάλη οικολογική σημασία για τη περιοχή. Σε ότι αφορά στην ιχθυοπανίδα καταγράφονται 11 είδη ψαριών, με το είδος Aphanius almiriensis/fasciatus να είναι είδος προτεραιότητας για την ΕΕ και ενδημικό είδος του υγροτόπου.
Όρος Πάρνωνας
ΕΖΔ GR 2520006
Ο Πάρνωνας, ή Πάρνων, ή Μαλεβός, ή Κρόνιον Όρος είναι ο ορεινός σχηματισμός στα νότιο-ανατολικά τμήματα της Πελοποννήσου που επεκτείνεται στους Νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας. Πλήθος κορυφών συνθέτουν τον ορεινό όγκο του Πάρνωνα, με υψηλότερη την Μεγάλη Τούρλα στα 1.934 m. Στα χαμηλότερα επίπεδα αναπτύσσονται τα ενδημικά δάση με άρκευθους Juniperus spp. και τα μεγάλης οικολογικής αξίας δάση κεφαλληνιακής ελάτης Abies cephalonica και μαύρης πεύκης Pinus nigra, μαζί με τα συνυπάρχοντα δάση δρυός, πλατάνου και καστανιάς. Περιμετρικά της Ι. Μονής Μαλεβής στην Αρκαδία, το είδος Juniperus drupacea (δρυπώδης άρκευθος ή δενδρόκεδρος) απαντά ως κυρίαρχο είδος σε αμιγείς ή μικτές συστάδες με μαύρη πεύκη και κεφαλληνιακή ελάτη. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος το οποίο, από όλη την Ευρώπη, εμφανίζεται μόνο στην περιοχή του Πάρνωνα ως αμιγής συστάδα.
Ο Πάρνωνας συνδυάζει υψηλής αισθητικής αξίας φυσικά τοπία με αξιόλογα ανθρωπογενή τοπία, όπως οι παραδοσιακοί οικισμοί, τα ιστορικά μοναστήρια, το παραδοσιακό αγροτικό τοπίο, κ.λπ.
Στην περιοχή καταγράφεται αξιόλογη από επιστημονικής απόψεως χλωρίδα και πανίδα, που περιλαμβάνει 27 είδη θηλαστικών, 22 είδη χειροπτέρων, 249 είδη πτηνών, 33 είδη ερπετών, 6 είδη αμφιβίων, 11 είδη ψαριών, ενώ τα είδη ασπόνδυλων αποτελούν την πολυπληθέστερη πανιδική ομάδα. Η τεκμηριωμένη παρουσία πολλών σημαντικών ειδών χλωρίδας του Πάρνωνα τον κατατάσσει σε μια από τις πλουσιότερες χλωριδικά περιοχές της Ευρώπης. Ο συνολικός αριθμός των φυτικών ειδών του όρους πιθανόν ξεπερνά τα 1.100 είδη. Μεταξύ των σημαντικών φυτών που φιλοξενεί ο Πάρνωνας, περιλαμβάνονται 6 είδη και υποείδη τα οποία φύονται αποκλειστικά στο όρος, δηλαδή στενότοπα ενδημικά.
Μονή Έλωνας & Χαράδρα Λεωνιδίου –Σπήλαιο Μάνα και Γαλάζια Λίμνη
ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2520005
Στα νότια του όρους Πάρνωνα εκβάλει ο ποταμός Δαφνώνας, ανατολικά του Λεωνιδίου συγκεντρώνοντας νερά από τα χωριά Κοσμάς, Βλησιδιά και τις γύρω περιοχές. Η εντυπωσιακή χαράδρα του Δαφνώνα που σχηματίζεται μεταξύ του Παλαιοχωρίου και του Λεωνιδίου, περιβάλλεται από κορυφές χαμηλότερες των 1.000 m. Η περιοχή βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της οροσειράς του Πάρνωνα, ξεκινά από τη στάθμη της θάλασσας κοντά στο Λεωνίδιο, διασχίζει την τοποθεσία της Μονής Eλώνης και καταλήγει στο χωριό Κοσμάς στα 1.000 m υψόμετρο.
Η χαράδρα του Δαφνώνα έχει μεγάλη γεωμορφολογική αξία και αποτελείται κυρίως από σκληρούς ασβεστολιθικούς βράχους. Στην χαράδρα απαντούν ορισμένα από τα ενδημικά είδη χλωρίδας του Πάρνωνα, ενώ αποτελεί ενδιαίτημα απειλούμενων βραχόφιλων ειδών αρπακτικών πτηνών.
Στη χαράδρα του Δαφνώνα βρίσκεται χτισμένη πάνω στον επιβλητικό κοκκινόβραχο, σε υψόμετρο 650 m η Μονή Έλωνας η οποία αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα και γνωστά μοναστήρια στην Αρκαδία.
Το σπήλαιο Μάνα είναι ένα οριζόντιο σπήλαιο, που βρίσκεται στα Πούλιθρα Λεωνιδίου το οποίο διαθέτει εντυπωσιακό διάκοσμο από σταλακτίτες. Αποτελεί στην πραγματικότητα ένα υπόγειο ποτάμι μήκους 870 m.
Στη χαράδρα του Δαφνώνα αναπτύσσονται περισσότερα από 500 φυτικά είδη και υποείδη, όπως τα, Abies cephalonica, Teucrium francisci-werneri, Scutellaria rupestris subsp. cytherea,το Teucrium aroanium, κ.α.
Όρη Ανατολικής Λακωνίας
ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2540001 – ΖΕΠ GR 2540007
Τα Όρη Ανατολικής Λακωνίας είναι μια εκτεταμένη περιοχή με έντονο ανάγλυφο που περιλαμβάνει σύμπλεγμα ορεινών όγκων (Γιδοβούνι, Χιονοβούνι, Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι, Κουλοχέρα), φαράγγια και θαλάσσιους γκρεμούς. Ο απόκρημνος και δυσπρόσιτος χαρακτήρας της περιοχής, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση πάνω σε μια από τις μεταναστευτικές διαδρομές που διατρέχουν την νότια Ελλάδα, την καθιστούν ιδανικό τόπο παρατήρησης αρπακτικών πουλιών.
Η περιοχή αποτελείται από βουνά γυμνά, θαμνώδη ή αραιά δασωμένα. Η παράκτια γραμμή συχνά τελειώνει με απότομα βράχια και βραχώδεις ακτές. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα η βλάστηση αποτελείται από κωνοφόρα δάση με κεφαλληνιακή ελάτη Abies cephallonica και μαύρη πεύκη Pinus nigra ssp. pallasiana. Σε χαμηλότερα υψόμετρα εμφανίζεται η φοινικική άρκευθος Juniperus phoenicea, ενώ στην περιοχή κυριαρχούν η θερμο-μεσογειακή βλάστηση με μακκία βλάστηση και φρύγανα.
Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περιοχή για ξεκούραση και φωλεοποίηση των μεταναστευτικών πτηνών. Στα νοτιότερα όρια της περιοχής, εμφανίζεται το μοναδικό βραχώδες τοπίο της Μονεμβασίας. Το τοπίο αυτό φιλοξενεί το βενετσιάνικο κάστρο καθώς και ορισμένα σπάνια φυτά όπως οι σχηματισμοί Euphorbia dendroides και πολύ σπάνια και τοπικά ενδημικά φυτικά taxa όπως το Stachys spreitzenhoferi ssp. virella και Campanula andrewsii ssp. hirsutula. Ακόμα η περιοχή έχει μεγάλη σημασία λόγω των καλά αναπτυγμένων λιβαδιών ποσειδωνίας Posidonia oceanica. Στην περιοχή της Μονεμβασίας καταγράφεται επίσης η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta, καθώς παραλίες της Μονεμβασίας εξυπηρετούν ως περιοχές ωοτοκίας του είδους.
Εκβολές Ευρώτα
ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2540003 – ΖΕΠ GR 2540006
Ο ποταμός Ευρώτας βρίσκεται στα νότια της Πελοποννήσου με την μεγαλύτερη έκταση της λεκάνης απορροής του να βρίσκεται στον Νομό Λακωνίας, ενώ τμήματά του περιλαμβάνονται και στον νομό Αρκαδίας. Ο ιστορικός ποταμός έχει μήκος που προσεγγίζει τα 100km. Σε όλη την πορεία του περιβάλλεται από παραποτάμια δάση-στοές με πλατάνια, ιτιές και πικροδάφνες αλλά και πυκνές συστάδες από βούρλα, ψαθιά και καλαμιές. Η ζώνη των εκβολών και το δέλτα του ποταμού Ευρώτα, περιλαμβάνουν έναν συνδυασμό υγροτοπικών και παράκτιων οικοσυστημάτων με αμμοθίνες, αλμυρόβαλτους, παραποτάμια βλάστηση, λιβάδια, υγρά λιβάδια και καλαμώνες. Σε όλη την περιοχή του ποταμού εντοπίζονται σημαντικοί πληθυσμοί ενδημικών και εξαιρετικά σπάνιων ειδών όπως, το τοπικό ενδημικό Squalius keadicus, ενώ φιλοξενείται σημαντικός πληθυσμός της βίδρας Lutra lutra.
Το δέλτα του ποταμού Ευρώτα είναι ένας από τους τελευταίους σημαντικούς υδροβιότοπους στη νότια Ελλάδα, καθώς αποτελεί τόπο ανάπαυσης, τροφοληψίας και αναπαραγωγής διαφόρων ειδών πουλιών, τόπο ωοτοκίας για είδη ιχθυοπανίδας καθώς και τόπο διαβίωσης ενδημικών οργανισμών. Επίσης η ζώνη των αμμόλοφων φιλοξενεί τον θαυμάσιο κρίνο της θάλασσας Pancratium maritimum.
Η περιοχή είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τις μεταναστεύσεις για τα υδρόβια και παρυδάτια είδη ορνιθοπανίδας, όπως οι ερωδιοί και τα στρουθιόμορφα, όπως επίσης για τα αναπαραγόμενα και μεταναστευτικά είδη αρπακτικών. Το οικοσύστημα των εκβολών Ευρώτα συμπεριλαμβάνεται στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ).
Η θαλάσσια περιοχή μπροστά από την παραλία του Ευρώτα αποτελεί χώρο ανάπτυξης για τις νεαρές θαλάσσιες χελώνες του είδους Caretta caretta και Chelonia mydas, καθώς και περιοχή ζευγαρώματος και αναπαραγωγής του είδους καρέτα.
Ελαφόνησος & περιοχή Νεάπολης
ΕΖΔ GR 2540002
Η Ελαφόνησος παρουσιάζει αξιόλογο οικολογικό ενδιαφέρον καθώς στην περιοχή καταγράφονται σπάνιοι φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί. Χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία τύπων οικοτόπων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι αρκετά καλά διατηρημένοι, όπου απαντούν φυτοκοινωνίες από τις πιο πλούσιες σε ποικιλότητα, καθώς και υποθαλάσσιες φυτοκοινωνίες με ποσειδωνίες, κολπίσκους, κόλπους κ.α.
Τα σημαντικότερα στοιχεία της Ελαφονήσου είναι οι αμμοθίνες και τα ενδημικά είδη χλωρίδας που εμφανίζονται αποκλειστικά στις παραλίες της αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Νεάπολης. Επίσης εξαιρετικής σημασίας στοιχείο για την ισορροπημένη λειτουργία του οικοσυστήματος της ευρύτερης περιοχής αποτελεί η λιμνοθάλασσα Στρογγύλη. Οι βιότοποι των αμμοθινών με το είδος Juniperus macrocarpa και τα ενδημικά είδη χλωρίδας που αναπτύσσονται κυρίως στις εκτεταμένες παραλίες του νησιού, αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία της χλωρίδας. Οι φυτοκοινωνίες των αμμοθινών αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τόσο του νησιού, όσο και της απέναντι ακτής. Στη ζώνη αυτή εμφανίζονται τα φυτά της περιοχής, όπως τα Ammophila arenaria, Saponaria jagelii, Eryngium maritimum, Pancratium maritimum, κ.λπ.
Η πανίδα της περιοχής είναι πλούσια. Συνολικά καταγράφονται περίπου 65 είδη, ενώ σημαντικά είναι τα διάφορα είδη ερπετοπανίδας, μεταξύ των οποίων το ενδημικό είδος της Πελοποννήσου Hellenolacerta graeca.
Αξιοσημείωτος είναι και ο μεγάλος αριθμός σε είδη πουλιών κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, λόγω της θέσης της περιοχής, στον μεταναστευτικό διάδρομο Αφρική – Κρήτη – Αντικύθηρα – Κύθηρα – Πελοπόννησος. Επιπλέον η περιοχή λειτουργεί και ως καταφύγιο για το είδος της μεσογειακής φώκιας Monachus monachus, ενώ αναπαράγεται η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta.
Όρος Ταϋγετος
ΕΖΔ GR2550001 – ΕΖΔ-πΤΚΣ GR2550006 – ΖΕΠ GR2550009 – ΕΖΔ-πΤΚΣ GR2540005
Το όρος Ταΰγετος είναι ένα από τα δύο κυρίαρχα ορεινά συγκροτήματα της Λακωνίας και από τις σπουδαιότερες περιοχές της Ελλάδας όσον αφορά στη βιοποικιλότητα. Το υψόμετρο του Ταϋγέτου κυμαίνεται από τα 40 έως τα 2407 m στην κορυφή του Προφήτη Ηλία στο νότιο τμήμα. Η κορυφή αυτή αποτελεί και το υψηλότερο σημείο της Πελοποννήσου. Η οροσειρά του Ταϋγέτου με μήκος 115 km, μέγιστο πλάτος 30 km και έκταση περίπου 2500 km2, συγκροτείται από τέσσερα κύρια τμήματα: τον βόρειο Ταΰγετο προς την Μεγαλόπολη, τον μέσο ανατολικό προς τη Σπάρτη, τον δυτικό και τον νότιο Ταΰγετο που σχηματίζει τη χερσόνησο της Μάνης η οποία και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Ο Ταΰγετος έχει ασβεστολιθικά πετρώματα εναλλασσόμενα με σχιστόλιθο. Τα πλούσια ασβεστολιθικά πετρώματα, είναι πορώδη και στο πέρασμα των αιώνων τα νερά της βροχής και του χιονιού που κάθε χρόνο διαπερνούν τα έγκατα του βουνού δημιούργησαν πολλά αξιόλογα σπήλαια με πλούσιο διάκοσμο και φυσική ομορφιά.
Στα φαράγγια του Ταϋγέτου αναπτύσσονται αξιόλογα οικοσυστήματα, με μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον, ενώ την ομορφιά του τοπίου απολαμβάνουν οι πεζοπόροι που αποφασίζουν τη διάσχισή τους.
Η ευρύτερη περιοχή του Ταϋγέτου χαρακτηρίζεται από πλήθος διαφορετικών και ιδιαίτερα σημαντικών οικοτόπων, με πλούσια ποικιλότητα φυτών και ζώων. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι περισσότεροι είναι ικανοποιητική. Η διατήρηση αυτής της κατάστασης θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο.
Κύθηρα & Αντικύθηρα
ΕΖΔ GR3000008 – ΕΖΔ GR3000010 – ΖΕΠ GR3000012 – ΖΕΠ GR3000013- ΖΕΠ GR3000019
Το νησιωτικό σύμπλεγμα Κυθήρων – Αντικυθήρων διαμορφώνει το νοτιοδυτικό τμήμα του εξωτερικού νησιωτικού τόξου του Αιγαίου ενώ από φυσιογραφική άποψη αποτελεί το κορυφαίο αναδυμένο τμήμα του υποθαλάσσιου αβαθούς διαύλου που συνδέει την Πελοπόννησο με την Κρήτη.
Στα Κύθηρα υπάρχει ένα πλούσιο δίκτυο από μικρά ρέματα, κυρίως εφήμερα, τα οποία διατρέχουν σχεδόν ολόκληρη την έκταση του νησιού εκατέρωθεν του χαμηλού οροπεδίου που σχηματίζεται στο κέντρο του. Τα περισσότερα από αυτά, ενώνονται λίγο πριν την επαφή τους με τη θάλασσα, δημιουργώντας ενιαίες κοίτες χειμάρρων. Επίσης, στο νησί υπάρχουν και υγροτοπικές εκτάσεις, μόνιμες ή εποχικές. Αντίθετα, στα Αντικύθηρα το υδρογραφικό δίκτυο είναι πολύ πιο περιορισμένο.
Οι τύποι οικοτόπων του παραστήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ οι οποίοι απαντούν στην περιοχή της μελέτης είναι οι: 1240 – Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο με ενδημικά Limonium spp., 5330 – Θερμομεσογειακές και προερημικές λόχμες, 5420 – Φρύγανα με Sarcopoterium spinosum, 5210 – Δενδρώδη matorrals με Juniperus spp. και 5340 – Garrigues της Ανατολικής μεσογείου. Εκτός των φυσικών οικοτόπων, η περιοχή φιλοξενεί και ημι-φυσικούς οικότοπους υψηλής περιβαλλοντικής αξίας. Οι βασικότεροι από αυτούς είναι οι γεωργικές καλλιέργειες σε αναβαθμίδες και το δάσος Γερακάρι.
Η περιοχή υποστηρίζει επίσης μια μεγάλη ποικιλία πανίδας, σημαντική σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει στα ενδημικά είδη ασπόνδυλων (Dendarus antikythirensis, Kithironiscus paragamiani) και το ενδημικό είδος σαύρας (Podarcis levendis). Επίσης, απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά στη σημασία της περιοχής για την ορνιθοπανίδα, ως σημαντικού μεταναστευτικού διαδρόμου, τόπου φωλεοποίησης ειδών προτεραιότητας όπως ο Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae) και ο Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii) και θαλάσσιας ζώνης διάβασης μεγάλων αριθμών θαλασσοπουλιών όπως ο Αρτέμης (Calonectris diomedea) και ο Μύχος (Puffinus yelkouan). Η περιοχή των Κυθήρων και Αντικυθήρων έχει χαρακτηριστεί επίσης ως σημαντική για τρία είδη θαλάσσιων οικοτόπων: τα λιβάδια του ενδημικού μεσογειακού θαλάσσιου αγγειόσπερμου Posidonia oceanica (Τύπος οικοτόπου 1120), των βυθισμένων και ημιβυθισμένων θαλάσσιων σπηλαίων (Τύπος οικοτόπου 8330) και των υφάλων (Τύπος οικοτόπου 1170). Οι οικότοποι αυτοί υποστηρίζουν την πλούσια θαλάσσια πανίδα της περιοχής, η οποία συμπεριλαμβάνει τη Μεσογειακή Φώκια (Monachus monachus) και πολλά Κητώδη όπως το Ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus), το Κοινό Δελφίνι (Delphinus delphis), το Ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), τον Ζιφιό (Ziphius cavirostris), την Πτεροφάλαινα (Balaenoptera physalus), τον Φυσητήρα (Physeter macrocephalus) και το Σταχτοδέλφινο (Grampus griseus).
Νότια Μάνη
ΖΕΠ GR2540008 – πΤΚΣ GR2540009
Η Μάνη καταλαμβάνει τη μεσαία ορεινή χερσόνησο της Πελοποννήσου, η οποία καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Η μορφολογία της περιοχής είναι κατά κύριο λόγο ορεινή με περιορισμένες πεδινές – λοφώδεις εκτάσεις, που είναι συγκεντρωμένες κοντά στην παράκτια ζώνη και συνήθως αποτελούν επιφάνειες επιπέδωσης ή καρστικά βυθίσματα.
Η περιοχή, τμήμα της χερσονήσου του Ταΰγετου και της ιστορικής ενότητας της Μάνης, κατοικήθηκε από πολύ παλαιά και διαθέτει πολυάριθμα μνημεία όλων των εποχών. Ίχνη παλαιολιθικής και νεολιθικής κατοίκησης έχουν εντοπιστεί σε αρκετά σπήλαια των ακτών και της ενδοχώρας.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των βραχωδών ακτογραμμών της δυτικής ακτής της χερσονήσου, αφορά παράκτια βράχια χωρίς βλάστηση. Ο τύπος οικότοπου «Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο – με ενδημικά Limonium spp» έχει εντοπιστεί τοπικά σε ορισμένες ακτές κυρίως στα ανατολικά.
ΝΟΜΟΙ
Ν.2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις». Εισήχθη το θεσμικό πλαίσιο για την διαχείριση των Προστατευόμενων Περιοχών (ΠΠ) της Ελλάδας. (ΦΕΚ/τ. Α-207/7-10-1999)
Ν.3044 «Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης και ρυθμίσεις άλλων θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων», ίδρυση 25 Φορέων Διαχείρισης ΠΠ και περιλαμβάνει χάρτες με τα εξωτερικά όρια κάθε μίας από τις 25 ΠΠ. Συστάθηκε ο Φορέας Διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού (σύμφωνα με τους Ν. 1650/1986 για «την προστασία του περιβάλλοντος» και 2742/ΦΕΚ/207/Α/7.10.1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις») στο πλαίσιο της προστασίας της περιοχής, της διατήρησης των φυσικών πόρων και του ελέγχου των αλόγιστων δραστηριοτήτων (ΦΕΚ/Α/197/27.8.2002)
Ν. 4519/2018 «Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών και άλλες διατάξεις». Ιδρύονται 8 επιπλέον ΦΔΠΠ (συνολικά πλέον 36 ΦΔΠΠ), ενώ διευρύνονται τα όρια των περιοχών αρμοδιότητας των ήδη υφιστάμενων ΦΔΠΠ, έτσι ώστε όλες οι περιοχές του Δικτύου Natura 2000 της χώρας να ενταχθούν στην εποπτεία των ΦΔΠΠ. Αύξηση της χωρικής αρμοδιότητας του Φορέα Διαχείρισης και μετονομασία του σε Φορέας Διαχείρισης Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου & Μονεμβασίας. Στην χωρική αρμοδιότητά του περιλαμβάνονται πλέον, εκτός από την υφιστάμενη κατά την έναρξη ισχύος του περιοχή ευθύνης και 14 περιοχές του Δικτύου Natura 2000. (ΦΕΚ 25/τ. Α΄/20-2-2018)
Ν.4685/2020 «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις». Την διαχείριση αναλαμβάνει ο ΟΦΥΠΕΚΑ με την δημιουργία, υπό τον ΟΦΥΠΕΚΑ, 24 Μονάδων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών ως καθολικοί διάδοχοι των Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών. Ο Φ.Δ. μετεξελίσσεται σε Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου με αρκετές αλλαγές στις περιοχές χωρικής αρμοδιότητας οι οποίες ανέρχονται σε είκοσι (20) περιοχές του δικτύου NATURA 2000. (ΦΕΚ 92/τ. Α/7-5-2020)
Ν.3937/2011 «Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις» όπως ορίστηκαν στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.
ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Υ.Α. 1251186/359 «Καθορισμός αριθμού μελών του Δ.Σ. του Φορέα Διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού». (ΦΕΚ/τ. Β/126/7.2.2003)
Υ.Α. 51923 «Έγκριση Κανονισμού για την εκτέλεση έργων, για την ανάθεση, παρακολούθηση και παραλαβή μελετών και υπηρεσιών, την προμήθεια, παράδοση και παραλαβή αγαθών, υλικών και προϊόντων και για τη σύναψη και εκτέλεση των σχετικών συμβάσεων του Φορέα διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού». (ΦΕΚ/1924/τ. Β/27.12.2004)
Υ.Α. 51920 «Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης Φορέα Διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού». (ΦΕΚ/1925/τ. Β/27.12.2004)
Υ.Α. 51922 «Έγκριση κανονισμού λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Φορέα Διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού και η τροποποίηση αυτού: Υ.Α. 48290 (ΦΕΚ/1780/Β/12.11.2010)». (ΦΕΚ/1926/τ. Β/27.12.2004)
Υ.Α. 3946 «Συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα Διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού» και των τροποποιήσεων αυτού [Υ.Α. (ΦΕΚ/47/ΥΟΔΔ/11.2.2010), ΦΕΚ325/22-9-2011, ΦΕΚ 375/3-11-2011, ΦΕΚ 185/ΥΟΔΔ/23.4.2013, ΦΕΚ 621/ΥΟΔΔ/9.10.2014]. (ΦΕΚ/303/ΥΟΔΔ/14.7.2009)
ΦΕΚ
ΦΕΚ/τ. Β/747/21.6.2006 «Κανονισμός Λειτουργίας υπηρεσιών και προσωπικού του Φορέα Διαχείρισης όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού».
ΦΕΚ 1495/τ. B/6-9-2010 «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ενδιαιτημάτων της, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ»
ΦΕΚ Β’ 4432/2017 «αναθεώρηση εθνικού καταλόγου περιοχών Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000».
ΚΟΙΝΕΣ ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
ΚΥΑ 33999/2010 «Καθορισμός χρήσεων όρων και περιορισμών δόμησης για την προστασία χερσαίων και υδάτινων εκτάσεων των Δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Λεωνιδίου, Σκιρίτιδας και Απόλλωνος του Ν. Αρκαδίας, των Δήμων Θεραπνών, Οινούντος και Γερονθρών του Ν. Λακωνίας και των κοινοτήτων Κοσμά (Ν. Αρκαδίας) και Καρυών (Ν. Λακωνίας) της περιοχής όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού» και των τροποποιήσεων αυτής (δυνάμει των ΦΕΚ 160/ΑΑΠΘ/16.6.2011 και ΦΕΚ 226/ΑΑΠ/15.4.2013) και ισχύει βάσει της υπ’ αρ. οικ. 81516/968/25.2.2000 απόφασης έγκρισης του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης όρους Πάρνωνα-υγροτόπου Μουστού και το Νόμο 3937/2011 (ΦΕΚ 60/Α/31.03.2011) περί «Διατήρησης της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις» και ισχύει, χαρακτηρίζονται οι Περιοχές Απολύτου Προστασίας της Φύσης και οι Περιοχές Προστασίας της Φύσης καθώς και οι λοιπές περιοχές εντός της προστατευόμενης περιοχής και καθορίζονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις και οι δραστηριότητες ανά περιοχή. (ΦΕΚ/353/ΑΑΠ/6.9.2010).
Κ.Υ.Α. 33999 (ΦΕΚ/τ. 160/16-6-2011) (ΦΕΚ 126/15-4-2013). Παράταση ΚΥΑ (ΦΕΚ/156/10-5-2013).
Ακροναυπλία & Παλαμήδι
ΕΖΔ GR 2510003
Χλωρίδα
Η χλωρίδα της Ακροναυπλίας και του Παλαμηδίου περιλαμβάνει ορισμένα σπάνια, απειλούμενα και ενδημικά φυτά. Ο βραχώδης λόφος αποτελεί βιότοπο ενδημικών φυτών όπως τα, Stachys swainsonii subsp. Argolica, Campanula andrewsii subsp. Andrewsii, Petrorhagia armerioides var. Armerioides, Daphne jasminea, Stachys chrysantha κ.λπ.
Πανίδα
Σημαντική σπονδυλωτή πανίδα (εξαιρουμένων των πτηνών) καταγράφεται επίσης στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ειδών στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, όπως τα Algyroides moreoticus και Podacris peloponnesiacus.
Τύποι Οικοτόπων
Στην εν λόγω προστατευόμενη περιοχή έχουν καταγραφεί οι εξής οικότοποι του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ με την αντίστοιχη έκτατη:
Κωδικός Τύπος Οικοτόπου | Περιγραφή | Κάλυψη (εκτάρια) |
5420 | Φρύγανα από Sarcopoterium spinosum | 150,48 |
8210 | Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χαμσοφυτική βλάστηση | 3,45 |
9540 | Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη πεύκων της Μεσογείου | 43,64 |
Η περιοχή Παλαμηδίου και Ακροναυπλίας χαρακτηρίστηκε ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ), λόγω των ιδιαίτερων φυσικών αλλά και ανθρωπογενών χαρακτηριστικών της, που συνοψίζονται: στους βραχώδεις σχηματισμούς/ορθοπλαγιές, στην βραχώδη ακτή με παράκτιους κρημνούς, στην μακία βλάστηση (θαμνώνας σκληρόφυλλων) και τα φρύγανα, στο χαμηλό πευκοδάσος, στα ενδιαφέροντα γεωμορφολογικά στοιχεία με τις βραχοσκεπές, στα καλαίσθητα ανθρωπογενή στοιχεία ιστορικού ενδιαφέροντος και στην οικολογική της αξία που οφείλεται στην παρουσία ενδημικών ειδών φυτών της Πελοποννήσου.
Ανάμεσα στα σπάνια αυτά ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου, εμφανίζεται και μια σημαντική πανίδα από σπονδυλωτά και ασπόνδυλα ζώα, όπως το σαμιαμίδι (Hemidactylus Τurcicus), το Coluber Gemonensis, η Σαΐτα του Νταλ (Coluber najadum), ο Έρυξ ο Λουρίτης (Eryx Jaculus), η Ποταμοχελώνα (Mauremys rivulata), η Κρασπεδωτή χελώνα (Testudo Marginata), η Ονυχοχελώνα (Testudo Hermanii) και ο Οφιόμορος (Ophiomorus Punctatissimus). Αξίζει ακόμα να αναφερθούν δύο απειλούμενα είδη νυχτερίδων, τον Ρινόλοφο του Μπλάζιους (Rhinolophus Blasii) και την Myotis Βlyrhi, καθώς και οι ενδημικές σαύρες Algyroides moreoticus και Podarcis peloponnesiaca, η σαύρα Cyrtodactylus kotschyi, και το υποείδος Cyrtodactylus kotschyi bibroni που είναι γνωστό για την τάση του να σχηματίζει απομονωμένους πληθυσμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα όπως και η παρουσία σημαντικών και ανθεκτικών απολιθωμάτων στρόμβου Strombus bubonius, γαστερόποδο της Μεσοπαγετώδης Περιόδου του Πλειστοκαίνου.
Όρος Πάρνωνας & Λιμνοθάλασσα Μουστού
ΕΖΔ GR 2520006 – ΕΖΔ GR 2520003
Η προστατευόμενη περιοχή χαρακτηρίζεται από υψηλή ποικιλότητα τύπων οικοτόπων και βλάστησης με περισσότερους από 20 τύπους οικοτόπων Ευρωπαϊκής σημασίας (Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας») και Ελληνικού ενδιαφέροντος (εκτός Οδηγίας με μεγάλη εθνική σημασία).
Τα ενδημικά δάση με κέδρους (Juniperus spp, τύπος οικοτόπου 9560), στις βόρειες πλαγιές του όρους Πάρνωνα εκπροσωπούνται από τα μοναδικά στην Ελλάδα δάση με Juniperus drupacea (δρυπώδης άρκευθος ή δενδρόκεδρο). Τα δάση αυτά, μαζί με τα εκτεταμένα δάση μαύρης πεύκης (Pinus nigra subsp. nigra, τύπος οικοτόπου 9530) συνιστούν οικοτόπους προτεραιότητας για προστασία και διαχείριση με βάση την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, προσδίδοντας υψηλή οικολογική σημασία στην προστατευόμενη περιοχή. Άλλοι αξιόλογοι δασικοί οικότοποι, τόσο οικολογικά, όσο και από την άποψη της ποσοστιαίας κάλυψης του όρους περιλαμβάνουν:
-τα δάση με την ενδημική για την Ελλάδα κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica, Ελληνικού ενδιαφέροντος τύπος οικοτόπου 951Β),
-τα δάση καστανιάς (Castanea sativa, τύπος οικοτόπου 9260),
-τα δάση χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis, τύπος οικοτόπου 9540),
-τα θερμόφιλα δρυοδάση με διάφορα είδη δρυών (Quercus, Ελληνικού ενδιαφέροντος τύπος οικοτόπου 924Α),
-τα δάση αείφυλλων σκληρόφυλλων με αριά (Quercus ilex, τύπος οικοτόπου 9340) που καλύπτουν τη δεύτερη μεγαλύτερη έκταση στον Πάρνωνα μετά την κεφαλληνιακή ελάτη,
-οι θαμνώνες και τα δάση αείφυλλων σκληρόφυλλων με κυρίαρχο είδος το πουρνάρι (Quercus coccifera) που αντιστοιχούν στον Ελληνικού ενδιαφέροντος τύπο οικοτόπου 934A.
Χλωρίδα
Η χλωρίδα του Πάρνωνα δεν είναι πλήρως γνωστή. Χλωριδικά στοιχεία του 1999 υπολογίζουν τα γνωστά φυτικά είδη και υποείδη του όρους σε 747, με την πρόβλεψη ότι ο πραγματικός αριθμός τους είναι μεγαλύτερος των 1.100. Περαιτέρω μελέτη της χλωρίδας του όρους τα επόμενα έτη έδειξε ότι ο αριθμός των 1.100 ειδών ή μεγαλύτερος είναι πολύ πιθανό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα αν στην τοπογραφική οριοθέτηση του Πάρνωνα συμπεριληφθούν τα χαμηλότερα τμήματά του, τα οποία συχνά ξεκινούν από μικρό υψόμετρο ή ακόμη και από το επίπεδο της θάλασσας.
Ο σημαντικός αριθμός των φυτικών ειδών του Πάρνωνα σχετίζεται στενά με τη γεωγραφική θέση του όρους, την ποικιλότητα του τοπίου, τα διαφορετικά πετρώματα, την υψομετρική διαβάθμιση και την υπάρχουσα βλάστηση αλλά και την παλαιογεωγραφία, την αποίκιση της περιοχής από τον άνθρωπο και την ειδογένεση που αναπτύχθηκε στον χώρο με το πέρασμα του χρόνου. Η σύνθεση της χλωρίδας είναι πολύ διαφορετική σε διαφορετικά οικοσυστήματα. Περιοχές με πλούσια δασική κάλυψη συνήθως είναι φτωχές σε απόλυτους αριθμούς φυτικών ειδών ενώ ανοιχτές εκτάσεις χωρίς πυκνή ξυλώδη βλάστηση σε χαμηλό και μεσαίο υψόμετρο μπορεί να φιλοξενούν μεγάλους αριθμούς ειδών.
Τουλάχιστον 225 φυτικά είδη έχουν καταγραφεί στην ορεινή ζώνη πάνω από τα 1.700 m, ορισμένα από τα οποία είναι σπάνια και μοναδικά στην περιοχή. Νέες καταγραφές εξακολουθούν να πραγματοποιούνται καθώς η έρευνα συνεχίζεται.
Πανίδα
H βιοποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής δεν είναι πλήρως γνωστή. Έχουν πραγματοποιηθεί λίγες ερευνητικές εργασίες και ακόμα λιγότερες μελέτες και για συγκεκριμένες μόνο ζωικές ομάδες στην προστατευόμενη περιοχή, οπότε και η γνώση για την πανιδική σύσταση της περιοχής μόνο ολοκληρωμένη δεν χαρακτηρίζεται. Περισσότερα στοιχεία έδωσαν οι εννιά μελέτες παρακολούθησης των ειδών και τύπων οικοτόπων που πραγματοποιήθηκαν για την υλοποίηση της Πράξης «Προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας του Όρους Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού» του Άξονα Προτεραιότητας 9 «Προστασία Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας», του ΕΠ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 2007-2013». Τα βιβλιογραφικά δεδομένα καθώς και παρατηρήσεις ερευνητών και του προσωπικού της Μονάδας Διαχείρισης για την περιοχή παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Θηλαστικά
Στην περιοχή του Πάρνωνα αναφέρονται 32 είδη χερσαίων θηλαστικών. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ευρεία εξάπλωση στην περιοχή. Εξαίρεση αποτελούν: (α) το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), που βρίσκεται κυρίως στη Νότια περιοχή του Πάρνωνα, (β) η βίδρα (Lutra lutra), που βρίσκεται κυρίως στον υγροβιότοπο του Μουστού και (γ) οι νυχτερίδες, που εντοπίζονται κυρίως σε απόκρημνους, βραχώδεις βιοτόπους με κοιλότητες και με μικρότερες ή μεγαλύτερες σπηλιές.
Ερπετοπανίδα
Στην περιοχή απαντώνται 33 είδη ερπετών από τα οποία: (α) έξι είναι χελώνες (δύο χερσαίες, δύο των γλυκών νερών και δύο θαλάσσιες), (β) 14 είναι σαύρες, (γ) 13 είναι φίδια και (δ) έξι είναι αμφίβια (δύο είδη φρύνου και τέσσερα είδη βατράχου). Όλα τα είδη των χελωνών, καθώς και δύο είδη φιδιών, το σπιτόφιδο (Zamenis situlus) και ο λαφιάτης (Elaphe quatrolineata), αποτελούν είδη προτεραιότητας για τη διατήρηση και ανήκουν στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ).
Ορνιθοπανίδα
Η ορνιθοπανίδα της περιοχής αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της βιοποικιλότητάς της, αφού αποτελείται από περισσότερα από 240 είδη πουλιών, με 80 από αυτά να θεωρούνται ως υψηλής προτεραιότητας για τη διατήρησή τους και περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας για τα Πουλιά (Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και όπως ισχύει). Αξίζει να σημειωθεί η σπουδαιότητα και η συμβολή του υγροτόπου του Μουστού στη διατήρηση αυτής της υψηλής ποικιλότητας σε πτηνά στην περιοχή.
Ιχθυοπανίδα
Στα υδάτινα συστήματα της περιοχής καταγράφονται είδη ιχθυοπανίδας, όπως Atherina boyeri (Αθερίνα), Belone belone (Ζαργάνα), Dicentrarchus labrax (Λαβράκι), Lithognathus mormyrus (Μουρμούρα), Mugil cephalus (Κοινός Κέφαλος), Parablennius sanguinolentus (Σαλιάρα), Pomatoschistus sp. (Γωβιός), Salaria pavo (Λειροσαλιάρα), Syngnathus abaster (Σακοράφα) και Aphanius almiriensis (Ζαχαριάς Αλμυρής) το οποίο είναι είδος προτεραιότητας για τη διατήρηση και ανήκει στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας των Οικοτόπων (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ). Το Aphanius almiriensis θεωρείται από την IUCN ως Κρισίμως Κινδυνεύον είδος. Ανήκει επίσης στα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης. Είναι είδος ενδημικό της βορειοανατολικής Πελοποννήσου και έχει βρεθεί μόνο στην περιοχή της Αλμυρής Κορινθίας και στη λιμνοθάλασσα του Μουστού, αναδεικνύοντας έτσι και με αυτό το χαρακτηριστικό τη σπουδαιότητα της περιοχής.
Ασπόνδυλα
Albinaria argynnis, Albinaria edmundi, Armadillidium grimmi, Armadillidium kalamatense– Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Carabus merlini, Carabus preslii preslii, Cochlostoma parnonis – Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Codringtonia gittenbergeri, Idastraniella taygetanus, Laemostenus peloponnesiacus, Lithobius erythrocephalus, Lithobius lucifugus, Lithobius viriatus, Molops spartanus, Ophonus taygetanus, Pachyiulus flavipes, Porcellio nasutus, Scolopendra cingulate, Tapinopterus rebellis, Zonites parnonensis– Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου.
Χειρόπτερα
Pipistrellus kuhlii (Λευκονυχτερίδα), Pipistrellus pygmaeus (Μικρονυχτερίδα), Tadarida teniotis (Νυχτονόμος).
Ερπετά
Algyroides moreoticus (Σαύρα του Μοριά)- ενδημικό Ελληνικό είδος, Hellenolacerta graeca (Ελληνική σαύρα) – Ελληνικό ενδημικό είδος, Lacerta trilineata (Τρανόσαυρα), Mediodactylus kotschyi (Σαμιαμίδι), Ophiomorus punctatissimus, Platyceps najadum (Σαϊτα), Podarcis peloponnesiaca (Πελοποννησιακή γουστέρα) – Ενδημικό της Πελοποννήσο, Vipera ammodytes (Κοινή οχιά).
Αμφίβια
Pelophylax ridibundus (Βαλτοβάτραχος), Rana graeca (Ελληνικός βάτραχος).
Θηλαστικά
Canis aureus (Χρυσό τσακάλι), Dryomys nitedula (Δενδρομυωξός).
Kλιματολογικά -γεωμορφολογικά
Η χαράδρα του ∆αφνώνα αποτελεί την πιο χαρακτηριστική µορφή καρστικής κατακόρυφης διάβρωσης στον Πάρνωνα µε εκτεταµένα απότοµα πρανή και δηµιουργία απότοµων κλιτύων και µαιανδρισµών. Το ανάγλυφο µπορεί να χαρακτηρισθεί ως νεαρό. Στην περιοχή σχηµατίζεται ένα οροπέδιο που από άποψη διάβρωσης βρίσκεται σε στάδιο ωριµότητας. Το µεγαλύτερο τµήµα της περιοχής είναι ηµιορεινό, ενώ στην ευρύτερη περιοχή του Λεωνιδίου παρουσιάζεται µικρή πεδινή έκταση που βρίσκεται σε στάδιο γήρανσης όσον αφορά τη διάβρωση. Η κλίση του ανάγλυφού της είναι από 0–10% και το υψόµετρο µέχρι τα 120 m. Στο βόρειο τµήµα της περιοχής οι ακτές είναι πολυσχιδείς και συνήθως απότοµες, ενώ στο νότιο τµήµα σχηµατίζεται η παραλία του Λεωνιδίου.
Στην παράκτια περιοχή το κλίµα µπορεί να χαρακτηριστεί ως υπέρξηρο – ξηρό µε χαρακτηριστική ξηρή περίοδο κατά το θέρος και σπάνια εµφάνιση παγετών και βροχοπτώσεων στη διάρκεια του χειµώνα. Επικρατούν βόρειοι άνεµοι µε µικρές εντάσεις (σπάνια πάνω από 6 Βeaufort). Η µέση σχετική υγρασία είναι περίπου 65% . Η ορεινή περιοχή έχει βαρύ χειµώνα, µεγάλες διακυµάνσεις θερµοκρασίας µεταξύ θερµής και ψυχρής περιόδου, εµφάνιση παγετών από Οκτώβριο ως Απρίλιο και βροχοπτώσεις κατανεµηµένες σε όλη τη διάρκεια του έτους. Η σχετική υγρασία είναι υψηλή και κυµαίνεται κατά την ψυχρή περίοδο µεταξύ 67% και 80% και κατά τη θερµή περίοδο µεταξύ 51% και 61%.
Όρη Ανατολικής Λακωνίας
ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2540001 – ΖΕΠ GR 2540007
Αναλυτικότερα για την ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2540001:
Η τοποθεσία αποτελείται από γυμνά ή αραιά δασώδη βουνά και σε πολλά σημεία θαμνώδη. Η ακτογραμμή καταλήγει συχνά με απότομους θαλάσσιους βράχους και βραχώδεις ακτές. Γεωλογικά η τοποθεσία ανήκει στη ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολεως και αποτελείται κυρίως από φυλλίτες και σκουρόχρωμους ασβεστόλιθους Ιουρασικής εποχής καθώς και από Ηωκαινικό και Ολιγοκαινικό φλύσχη. Η συνολική έκταση εκτείνεται σε περίπου 95 km2 επιφανειών βυθού, ξεπερνώντας περιστασιακά τα βάθη των 200 m.
Ολόκληρη η τοποθεσία προσφέρει μεγάλη ποικιλία από οικολογικές θέσεις. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περιοχή για ξεκούραση και φωλιά αποδημητικών πτηνών. Στα νοτιότερα όρια της τοποθεσίας εμφανίζεται το μοναδικό βραχώδες τοπίο της Μονεμβασιάς. Αυτό το τοπίο φιλοξενεί το ενετικό κάστρο καθώς και μερικά πολύ σπάνια φυτικά στοιχεία, όπως οι σχηματισμοί Euphorbia dendroides και τα πολύ σπάνια και τοπικά ενδημικά είδη φυτών όπως το Stachys spreitzenhoferi ssp. virella και Campanula andrewsii ssp. hirsutula.
Η περιοχή έχει μεγάλη σημασία λόγω των καλά ανεπτυγμένων λιβαδιών Ποσειδωνίας (Τύπος Οικοτόπου 1120) που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των υποθαλάσσιων ιζημάτων σε βάθη μεταξύ 5-30m. Στις πιο ρηχές και βαθύτερες ζώνες κυριαρχούν οι άμμοι (Τύπος Οικοτόπου 1110). Οι πλούσιες σε βιοποικιλότητα βραχώδεις ακτές και ύφαλοι (Τύπος Οικοτόπου 1170) είναι κοινές και εκτεταμένες, φιλοξενώντας σημαντικές και καλά διατηρημένες συστάδες τόσο ρηχών όσο και βαθιών θόλων Cystoseira και Sargassum. Το Halophila stipulacea και το δυνητικά διεισδυτικό πράσινο φύκι Caulerpa cylindracea εγκαθίστανται αλλά σε μικρή αφθονία. Η χελώνα Caretta caretta είναι μια συνηθισμένη καταγραφή στην περιοχή. Η ρηχή είσοδος του Ιεράκα που μοιάζει με φιόρδ είναι μια μικρή (~0,4 km2) παράκτια λιμνοθάλασσα (Τύπος Οικοτόπου 1150) που παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναξιολόγητη όσον αφορά τη θαλάσσια βιοποικιλότητα και την οικολογική ποιότητα.
Σπηλιά Σολωμού Τρύπα: Στο σπήλαιο που φαίνεται να μην χρησιμοποιείται τους χειμερινούς μήνες καταγράφηκε μητρική αποικία με περίπου 1500 άτομα χειροπτέρων των ειδών Myotis blythii, Miniopterus schreibersii και Rhinolophus euryalehas.
Πύργος Άγιου Στεφάνου: αυτό το εγκαταλελειμμένο κτίριο φιλοξενεί: α) γονική αποικία του είδους Rhinolophus hipposideros περίπου 30 ατόμων β) μεγάλη μητρική αποικία Rhinolophus ferrumequinum και Myotis emarginatus γ) μέτρια μητρική αποικία του Rhinolophus sp. από περίπου 800-1000 άτομα συνολικά.
Τύποι Οικοτόπων:
-Αμμοσύρσεις που καλύπτονται διαρκώς από θαλασσινό νερό μικρού βάθους (1110)
-Λιβάδια ποσειδωνίας (Posidonion oceanicae) (1120)
-Ύφαλοι (1170)
-Απόκρημνες βραχώδεις ακτές της Μεσογείου με ενδημικά Limonium (1240)
-Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) (1410)
-Μεσογειακές και θερμοαντλικές αλόφιλες λόχμες (Sarcocornirtea fruticosi) (1420)
-Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (2110)
-Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων (Cisto- Lavenduletalia) (2260)
-Θερμομεσογειακές και προερημικές λόχμες (5330)
-Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (8210)
-Δάση Platanus orientalis ή/ και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) (92C0)
-Νότια παρόχθια δάση- στοές και λόχμες της Nerio- Tamaricetea και της Securinrgion tincoriae (92D0)
-Δάση ελιάς και χαρουπιάς (9320)
-Δάση με Quercus ilex ή/ και Quercus ratundifolia (9340)
-Δάση βαλανιδιάς Quercus ithaburensis macrolepis (9350)
-Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη πεύκων της Μεσογείου (9540)
Είδη που αναφέρονται στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και απαριθμούνται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ:
Euplagia quadripunctaria, Mauremys rivulata (Γραμμωτή χελώνα), Testudo hermanni (Μεσογειακή χελώνα), Testudo marginata (Κρασπεδωτή χελώνα).
Χλωρίδα
Abies cephalonica (Κεφαλληνιακή ελάτη), Asperula elonea– Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Asperula taygetea- Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Brassica cretica ssp. laconica– Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Campanula andrewsii ssp. hirsutula – Ενδημικό της Πελοποννήσου, Centaurea raphanina ssp. mixta– Ελληνικό ενδημικό είδος, Crocus niveus– Ενδημικό της Πελοποννήσου, Draba strasseri– Ενδημικό της Πελοποννήσου, Galium peloponnesiacum– Ελληνικό ενδημικό, Inula verbascifolia ssp. methanea – Ελληνικό ενδημικό, Malcolmia graeca subsp. hydraea– Ελληνικό ενδημικό, Muscari pulchellum – Ελληνικό ενδημικό, Sideritis clandestina ssp. cyllenea– Ελληνικό ενδημικό, Silene congesta ssp. moreana, Stachys chrysantha– Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Stachys spreitzenhoferi ssp. virella– Ενδημικό της Πελοποννήσου, Teucrium francisci-werneri- Ενδημικό της Νότιας Πελοποννήσου, Viola mercurii – Ελληνικό ενδημικό.
Άλγη
Caulerpa cylindracea, Cymodocea nodosa, Cystoseira spp, Halophila stipulacea
Ασπόνδυλα
Paracentrotus lividus (Μωβ αχινός), Pinna nobilis
Ερπετά
Ablepharus kitaibelii (Αβλέφαρος), Algyroides moreoticus (Σαύρα του Μοριά)- ενδημικό Ελληνικό είδος, Eryx jaculus (Ερημόφιδο), Hellenolacerta graeca (Ελληνική σαύρα)- Ελληνικό ενδημικό είδος, Hemidactylus turcicus (Μεσογειακό σαμιαμίδι), Hierophis gemonensis (Δενδρογαλιά), Lacerta trilineata (Τρανόσαυρα), Ophiomorus punctatissimus, Platyceps najadum (Σαϊτα), Podarcis peloponnesiaca (Πελοποννησιακή γουστέρα) – Ενδημικό της Πελοποννήσο, Vipera ammodytes (Κοινή οχιά), Typhlops vermicularis– Τυφλίνος.
Αμφίβια
Bufo bufo (Κοινός φρύνος), Bufotes viridis (Πράσινος φρύνος), Hyla arborea (Ευρωπαικός δενδροβάτραχος), Rana graeca (Ελληνικός βάτραχος).
Χειρόπτερα
Hypsugo savii, Myotis aurascens, Pipistrellus kuhlii (Λευκονυχτερίδα), Tadarida teniotis (Νυχτονόμος)
Ψάρια: Sparisoma cretense
Θηλαστικά: Canis aureus (Χρυσό τσακάλι)
Αναλυτικότερα για την ΖΕΠ GR 2540007:
Η τοποθεσία αποτελείται από γυμνά ή αραιοδασωμένα βουνά και σε πολλά σημεία θαμνώδη. Η ακτογραμμή καταλήγει συχνά με απότομους θαλάσσιους βράχους και βραχώδεις ακτές. Γεωλογικά η τοποθεσία ανήκει στη ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολεως και αποτελείται κυρίως από φυλλίτες και σκουρόχρωμους ασβεστόλιθους Ιουρασικής εποχής καθώς και από Ηωκαινικό και Ολιγοκαινικό φλύσχη. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα η βλάστηση αποτελείται από δάση κωνοφόρων με Abies cephallonica και Pinus nigra ssp. pallasiana. Σε χαμηλότερα υψόμετρα συναντάται το είδος Juniperus phoenicea, ενώ στην περιοχή κυριαρχούν Θερμομεσογειακές λόχμες, αλσύλλια και ρείκια αναμεμειγμένα με φρύγανα Sarcopoterium spinosum. Υπάρχουν επίσης διάσπαρτα σημεία από Platanus orientalis, Nerium oleander και Tamarix, ενώ υπάρχουν και μερικά αλσύλλια Castanea sativa.
Είδη που αναφέρονται στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και απαριθμούνται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ:
Oriolus oriolus (Συκοφάγος), Pernis apivorus (Σφηκιάρης), Phalacrocorax aristotelis desmarestii (Μεσογειακός θαλασσοκόρακας), Podiceps cristatus, Streptopelia turtur (Τρυγόνι), Sylvia rueppelli (Μουστοτσιροβάκος), Tachymarptis melba (Σκεπαρνάς), Lullula arborea (Δενδροσταρήθρα), Apus apus (Μαυροσταχτάρα), Bubo bubo (Ευρασιατικός μπούφος), Buteo buteo (Γερακίνα), Caprimulgus europaeus, Circaetus gallicus (Φιδαετός), Crex crex (Ορτυκομάνα), Delichon urbicum (urbica) (Λευκοχελίδονο), Emberiza caesia (Φρυγανοτσίχλονο), Emberiza hortulana, Falco peregrinus (Πετρίτης), Falco vespertinus (Μαυροκιρκίνεζο), Hippolais olivetorum, Hirundo rustica (Σταβλοχελίδονο), Lanius collurio (Αετομάχος), Lanius nubicus (Παρδαλοκεφαλάς), Larus canus (Θυελλόγλαρος).
Εκβολές Ευρώτα
ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2540003 – ΖΕΠ GR 2540006
Αναλυτικότερα για την ΕΖΔ-πΤΚΣ GR 2540003:
Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης του Γυθείου και είναι η πιο εσωτερική θέση του Λακωνικού κόλπου. Ο Ευρώτας είναι ένα από τα πιο ιστορικά ποτάμια της Πελοποννήσου. Το ποτάμι, με συνολικό μήκος 100km., διασχίζει την ιστορική πόλη της Σπάρτης και παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι πλέον οι φυσικοί βιότοποι της περιοχής έχουν περιοριστεί στις κοίτες των ποταμών και των καναλιών και στις ακτές της θάλασσας ενώ το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του Δέλτα έχει φυτευτεί από πορτοκαλιές.
Η τοποθεσία έχει ήδη χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως υγρότοπος παρουσιάζει έναν συνδυασμό πολλών σημαντικών οικοτόπων και ειδών, έχοντας υπόψη ότι ολόκληρη η Ν. Πελοπόννησος και ιδιαίτερα οι ακτές χαρακτηρίζονται ως ξηρές βραχώδεις περιοχές. Αυτές οι περιοχές της παρούσας τοποθεσίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας των περιοχών. Πολλά άλλα σημαντικά Είδη έχουν καταγραφεί στην περιοχή. Η νυχτερίδα Pipistrellus pipistrellus και το τσακάλι Canis aureus, αναφέρονται στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο στις κατηγορίες απειλών. Επίσης, οι σαύρες Algyroides moreoticus, Podarcis peloponnesiaca είναι ελληνικά ενδημικά είδη.
Η παραλία του Ευρώτα μαζί με τις κοντινές παραλίες Βαθύ, Μαυροβούνι, Σελινίτσα και Βαλτάκι αποτελούν σημαντική περιοχή φωλεοποίησης του είδους προτεραιότητας Caretta caretta. Επίσης η θαλάσσια περιοχή μπροστά από την παραλία του Ευρώτα είναι μια καλά τεκμηριωμένη περιοχή αναζήτησης τροφής και ανάπτυξης για τα νεαρά Caretta caretta και Chelonia mydas, καθώς και μια περιοχή ζευγαρώματος και ανάπαυσης για την αναπαραγωγική Caretta caretta.
Περιοχή Βροντάμα – Ευρώτας: Η περιοχή διακρίνεται από ένα μεγάλο ασβεστολιθικό φαράγγι, όπου τμήμα του ποταμού Ευρώτα ρέει αρχικά υπέργεια (καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους στο ανώτερο επίπεδο της περιοχής), ενώ σε περιόδους ξηρασίας το νερό διατηρείται μόνο υπόγεια. Στο πάνω μέρος του φαραγγιού, σε περιόδους ανομβρίας, τα εναπομείναντα νερά δημιουργούν στάσιμες λιμνούλες, στη βραχώδη κοίτη του ποταμού όπου συγκεντρώνονται όλοι οι υπόλοιποι πληθυσμοί ψαριών. Σε όλη την περιοχή εντοπίζονται σημαντικοί πληθυσμοί ενδημικών και σπάνιων ειδών (Skoulikidis et al 2008). Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντική περιοχή για τα ακόλουθα σπάνια ενδημικά είδη ψαριών της Οδηγίας 92/43: Tropidophoxinellus spartiaticus και Pelasgus laconicus ενώ υπάρχουν και άλλα ευάλωτα είδη όπως η Anguilla anguilla και η Salaria fluviatilis. Η περιοχή φιλοξενεί σημαντικό πληθυσμό βίδρας Lutra lutra, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πληθυσμούς ψαριών για τροφή.
Περιοχή Πλατάνα: Η περιοχή φιλοξενεί το τοπικό ενδημικό Squalius keadicus. Εξαιρετικά σημαντική περιοχή και για τα ακόλουθα ενδημικά είδη: Tropidophoxinellus spartiaticus και Pelasgus laconicus. Η περιοχή αυτή διατηρεί μέχρι σήμερα σημαντικά παραποτάμια δάση και σε ορισμένα σημεία η κοίτη εμπλουτίζεται με νερό πηγής, δημιουργώντας σημαντικά καταφύγια για τους πληθυσμούς των ψαριών σε περιόδους ξηρασίας (Skoulikidis et al 2008).
Βιβάρι: Στην περιοχή υπάρχουν σταθεροί και σημαντικοί πληθυσμοί του ενδημικού είδους Squalius keadicus. Εξαιρετικά σημαντική περιοχή για τα ακόλουθα ενδημικά είδη: Tropidophoxinellus spartiaticus και Pelasgus laconicus. Η περιοχή έχει πολύ μεγάλα παρόχθια δάση και σε ορισμένα σημεία η κοίτη εμπλουτίζεται με νερό πηγής, δημιουργώντας πολύ σημαντικό καταφύγιο για τους πληθυσμούς των ψαριών σε περιόδους ξηρασίας (Skoulikidis et al 2008).
Τύποι Οικοτόπων:
-Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας (1210)
-Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) (1410)
-Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (2110)
-Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) (2120)
-Ποταμοί της Μεσογείου με μόνιμη ροή του Paspalo- Argostidion και πυκνή βλάστηση με μορφή παραπετάσματος από Salix alba και Populus alba κατά μήκος των οχθών τους (3280)
-Φρύγανα από Sarcopoterium spinosum (5420)
-Υγρά μεσογειακά λιβάδια με υψηλές πόες της Molinio- Holoschoenion (6420)
-Δάση-στοές με Salix alba και Populus alba (92Α0)
-Νότια παρόχθια δάση- στοές και λόχμες της Nerio- Tmaricetea και της Securinegion tincoriae (92D0)
Είδη που αναφέρονται στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και απαριθμούνται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ:
Caretta caretta, Chelonia mydas (Πράσινη θαλασσοχελώνα), Elaphe quatuorlineata (Λαφιάτης), Emys orbicularis (Στικτή χελώνα), Lutra lutra (Βίδρα), Mauremys rivulata (Γραμμωτή χελώνα), Pelasgus laconicus, Squalius keadicus, Testudo hermanni (Μεσογειακή χελώνα), Testudo marginata (Κρασπεδωτή χελώνα), Tropidophoxinellus spartiaticus, Zamenis situla (Σπιτόφιδο).
Ερπετά
Algyroides moreoticus (Σαύρα του Μοριά) – ενδημικό Ελληνικό είδος, Hellenolacerta graeca (Ελληνική σαύρα) – Ελληνικό ενδημικό είδος, Hemidactylus turcicus (Μεσογειακό σαμιαμίδι), Hierophis gemonensis (Δενδρογαλιά), Lacerta trilineata (Τρανόσαυρα), Natrix natrix (Νερόφιδο), Natrix tessellata (Λιμνόφιδο) Ophiomorus punctatissimus, Ophisaurus apodus (Τυφλίτης), Platyceps najadum (Σαϊτα), Podarcis peloponnesiaca (Πελοποννησιακή γουστέρα) – Ενδημικό της Πελοποννήσο, Telescopus fallax (Αγιόφιδο), Vipera ammodytes (Κοινή οχιά).
Αμφίβια
Bufo bufo (Χωματόφρυνος), Bufoides viridis (Πράσινος φρύνος), Hyla arborea (Ευρωπαϊκός δενδροβάτραχος), Pelophylax kurtmuelleri.
Θηλαστικά
Canis aureus (Χρυσό τσακάλι)
Χειρόπτερα
Hypsugo savii (Βουνονυχτερίδα), Myotis aurascens, Pipistrellus kuhlii (Λευκονυχτερίδα)
Αναλυτικότερα για την ΖΕΠ GR 2540006:
Είδη που αναφέρονται στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και απαριθμούνται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ:
Accipiter brevipes (Σαϊνι), Alauda arvensis (Σταρήθρα), Alcedo atthis (Αλκυόνη), Anas acuta (Σουβλόπαπια), Anas crecca (Κιρκίρι), Anas platyrhynchos (Πρασινοκέφαλη πάπια), Anthus campestris (Ωχροκελάδα), Apus apus (Μαυροσταχτάρα), Ardea cinerea (Σταχτιτσικνιάς), Arenaria interpres (Χαλικοκυλιστής), Aythya ferina (Γκισάρι), Bubo bubo (Ευρασιατικός μπούφος), Burhinus oedicnemus (Πετροτριλίδα), Buteo buteo (Γερακίνα), Calandrella brachydactyla (Τρασιηλουδα), Calidris alba (Λαυκοσκαλίδρα), Calidris alpina (Λασποσκαλίνδρα), Calidris ferruginea (Δενδροσκαλίνδρα), Calidris minuta (Κοινή νανοσκαλίνδρα), Calidris pugnax, Calidris temminckii, Caprimulgus europaeus, Charadrius alexandrinus (Θαλασσοσφυριχτής), Charadrius hiaticula (Αμμοσφυριχτής), Chlidonias leucopterus (Αργυρογλάρονο), Circaetus gallicus (Φιδαετός), Crex crex (Ορτυκομάνα), Circus macrourus (Στεπόκιρκος), Clanga clanga (Στικταετός), Coturnix coturnix (Ορτύκι), Cygnus olor (Βουβόκυκνος), Delichon urbicum (urbica) (Λευκοχελίδωνο), Egretta garzetta (Λευκοτσικνιάς), Emberiza caesia (Φρυγανοτσίχλονο), Emberiza hortulana, Falco columbarius (Νανογέρακο), Falco eleonorae (Μαυροπετρίτης), Falco peregrinus (Πετρίτης), Falco vespertinus (Μαυροκιρκίνεζο), Ficedula albicollis (Κρικομυγοχάφτης), Fulica atra (Φαλαρίδα), Gallinago gallinago (Μπεκατσινι), Haematopus ostralegus (Στρειδοφάγος), Himantopus himantopus (Κλαμοκανάς), Hippolais olivetorum, Hirundo rustica (Σταβλοχελίδονο), Hydrocoloeus minutus (Νανόγλαρος), Jynx torquilla (Στραβολαίμης), Lanius collurio (Αετομάχος), Lanius nubicus (Παρδαλοκεφαλάς), Larus canus (Θυελλόγλαρος), Larus ridibundus (Καστανοκέφαλος γλάρος), Limosa limosa, Lullula arborea (Δενδροσταρήθρα), Mareca penelope (Σφυριχτάρι), Mergus serrator, Motacilla flava (Κιτρινοσουσουράδα), Numenius arquata arquata (Τουρλίδα), Numenius tenuirostris (Λεπτομύτα), Nycticorax nycticorax (Νυχτοκόρακας), Oriolus oriolus (Συκοφάγος), Pandion haliaetus (Ψαραετός), Passer hispaniolensis (Χωραφοσπουργίτης), Pernis apivorus (Σφηκιάρης), Phalacrocorax aristotelis desmarestii (Μεσογειακός θαλασσοκόρακας), Phalacrocorax carbo sinensis (Κορμοράνος), Phoenicopterus roseus (Μεγάλο φλαμίνγκο), Pluvialis apricaria (Ευρωπαϊκό βροχοπούλι), Pluvialis squatarola (Αργυροπούλι), Podiceps cristatus, Podiceps nigricollis, Riparia riparia (Οχθοχελίδονο), Sterna hirundo (Ποταμογλαρονο), Sternula albifrons (Νανογλάρονο), Streptopelia turtur (Τρυγόνι), Sylvia rueppelli (Μουστοτσιροβάκος), Tachymarptis melba (Σκεπαρνάς), Tetrax tetrax (Χαμωτίδα), Tringa erythropus (Μαυρότρυγγας), Tringa glareola (Λασπότρυγγας), Tringa nebularia (Πρασινοσκέλης), Tringa ochropus, Tringa stagnatilis (Βαλτότρυγγας), Tringa totanus (Κοκκινοσκέλης), Zapornia parva (Μικροπουλάδα).
Άλλα είδη
Calidris canutus (Χοντροσκαλίνδρα), Charadrius dubius (Ποταμοσφυριχτής), Columba oenas, Columba palumbus palumbus, Larus fuscus (Μελανόγλαρος), Lymnocryptes minimus (Μονοπικάτσονο), Oenanthe isabellina (Αμμοπετροκλής), Tachybaptus ruficollis (Νανοβουτηχτάρι)
Ελαφόνησος & περιοχή Νεάπολης
ΕΖΔ GR 2540002
Η περιοχή GR2540002 βρίσκεται στη Νότια Πελοπόννησο, στην ευρύτερη περιοχή του ακρωτηρίου Μαλέα. Περιλαμβάνει και τη νήσο Ελαφόνησο, η οποία εντοπίζεται στα δυτικά της χερσονήσου, αποτελώντας μια γεωλογική και οικολογική συνέχεια της περιοχής. Από φυτογεωγραφικής άποψης, η περιοχή αποτελεί το βορειότερο άκρο του Νοτίου Αιγαίου.
Συνολικά στην περιοχή απαντούν 10 τύποι οικοτόπων (Τ.Ο.), εκ των οποίων 8 είναι Τ.Ο. του Παραρτήματος I της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και 2 είναι T.O. εθνικού ενδιαφέροντος (5340 & 8250). Όσον αφορά στους Τ.Ο. του Παραρτήματος I της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στην περιοχή απαντούν 2 Τ.Ο. προτεραιότητας (2250* Θίνες των παραλίων με Juniperus spp. και 3170* Μεσογειακά εποχιακά τέλματα). Ως προς το βαθμό διατήρησης των οικοτόπων, τρεις (3) Τ.Ο. (2120, 2250* & 5420) αξιολογήθηκαν με βαθμό διατήρησης Α, τέσσερις (4) Τ.Ο. (1410, 2110, 8210 & 9320) με βαθμό διατήρησης Β, ενώ για τον οικότοπο προτεραιότητας 3170* δεν υπάρχει αξιολόγηση λόγω της σημειακής του παρουσίας στην περιοχή.
Στην περιοχή κυριαρχούν οι φρυγανικοί σχηματισμοί με Sarcopoterium spinosum, Genista acanthoclada, Thymbra capitata κ.ά. (5420), οι σχηματισμοί χαμηλών θαμνώνων (garrigues) με Quercus coccifera, Pistacia lentiscus, Calicotome villosa κ.ά. (5340), οι θίνες των παραλίων με Juniperus macrocarpa (2250*). Στη χλωριδική σύνθεση του οικοτόπου προτεραιότητας 2250* συμμετέχουν με μεγάλη συχνότητα εμφάνισης τα είδη Pistacia lentiscus, Lagurus ovatus, Helichrysum stoechas subsp. barrelieri κ.ά., οι υποτυπώδεις κινούμενες θίνες με Anthemis tomentosa, Eryngium maritimum, Limonium graecum, Sporobolus pungens κ.ά. (2110) καθώς και οι κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria, Pancratium maritimum, Eryngium maritimum κ.ά. (2120).
Γενικότερα, η περιοχή παρουσιάζει οικολογικό ενδιαφέρον, καθώς φιλοξενεί σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας. Αξίζει να αναφερθεί η παρουσία του φυτικού είδους Linaria tenuis (syn: Linaria hellenica που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ). Η Linaria tenuis αποτελεί κοινό είδος της Αραβικής χερσονήσου, ωστόσο στην Ελλάδα απαντάται μόνο στο ΝΑ άκρο της Πελοποννήσου (στην περιοχή του Μαλέα, στον κόλπο της Νεάπολης και στην Ελαφόνησο). Εντοπίζεται κυρίως σε περιθώρια καλλιεργούμενων αγρών ανάμεσα σε «σταθερές θίνες με ποώδη βλάστηση» της Εuphorbio-Chelichrision (Γεωργίου κ.α. 2014). Το είδος έχει αξιολογηθεί με βαθμό διατήρησης C στη συγκεκριμένη περιοχή και είναι χαρακτηρισμένο ως Κινδυνεύον (ΕΝ) σύμφωνα με την IUCN (Delipetrou 2011). Επιπλέον, η περιοχή φιλοξενεί μεγάλο αριθμό ενδημικών ειδών της Πελοποννήσου (Allium circinnatum subsp. peloponnesiacum, Allium gomphrenoides, Bolanthus fruticulosus, Brassica cretica subsp. laconica, Stachys chrysantha, Stachys spreitzenhoferi subsp. spreitzenhoferi κ.ά.).
Όσον αφορά στα είδη πανίδας, στην περιοχή εμφανίζονται 4 είδη ερπετών (Chelonia mydas, Zamenis situla, Mauremys rivulata & Testudo marginata) και 2 είδη θηλαστικών (Miniopterus schreibersii & Monachus monachus) του Παραρτήματος ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Επιπλέον, η περιοχή βρίσκεται σε μία σημαντική θέση για τα μεταναστευτικά πουλιά, καθώς είναι μία από τις δύο νοτιότερες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας που αποτελούν σταθμούς για αυτά.
Χλωρίδα
H ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους περιοχή της Ελαφονήσου έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας του δικτύου NATURA 2000 (GR2540002) – σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Συνολικά έχουν καταγραφεί περίπου 220 είδη φυτών από τα οποία τα 9 είναι εξαιρετικά σπάνια και 65 είδη πανίδας από τα οποία τα 13 είναι προστατευόμενα και 8 από αυτά απειλούμενα.
Παράκτιες Αμμοθίνες
Χαρακτηριστικές στις λαφονησιώτικες παραλίες είναι «οι χαμηλές κινούμενες αμμοθίνες» που αναπτύσσονται στο σημείο που φτάνει το κύμα. Στη ζώνη αυτή εμφανίζονται τα φυτά Αμμόφιλα (Ammophila arenaria), Αγκαθιά (Eryngium maritimum) και ένας αξιόλογος πληθυσμός του είδους Pancratium maritumum, ο απειλούμενος με εξαφάνιση «Κρίνος της Θάλασσας».
Θαλασσόκεδρα
Στις εκτεταμένες παραλίες της Ελαφονήσου και πάνω στην άμμο το κυρίαρχο είδος είναι το θαλασσόκεδρο Juniperus oxykedrus ssp Marcocarpa που είναι από τα πιο σπάνια του Αιγαίου και της Μεσογείου. Στην Ελαφόνησο τους συναντάμε στην ευρύτερη αμμώδη περιοχή του Οικισμού της Ελαφονήσου, στη Λεύκη και ειδικά στο Σαρακήνικο, στο Κάτω Νησί, στην παραλία της Παναγίας και κατά μήκος της περιοχής μεταξύ του χωριού και του Κάτω νησιού, αλλά και σε πετρώδη εδάφη μεταξύ οικισμού και Λεύκης.
Ενδημικά φυτά
Ένα από τα ενδημικά φυτά, που δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, είναι το φυτικό είδος Saponaria jagelli. Αυτό αναπτύσσεται στις αμμώδεις παραλίες στη δυτική πλευρά του νησιού σε δύο απομακρυσμένους και περιορισμένους πληθυσμούς. Βρίσκεται δε, στη λίστα των 50 νησιωτικών φυτών της Μεσογείου που κινδυνεύουν με εξαφάνιση και χρήζουν προστασίας. Αξιόλογο ενδημικό φυτό είναι και το Silene integripetala elafonesiaca.
Στην Ελαφόνησο εκτός από τις ιδιαίτερες φυτοκοινωνίες των αμμοθινών, παρουσιάζονται και άλλοι τύποι οικοτόπων εξαιρετικής σημασίας όπως οι βραχώδεις εκτάσεις με τα Φρύγανα (Sarcopoterium spinosum), απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση, αβαθείς κολπίσκοι και κόλποι και οι γνωστές βέβαια ποσειδωνίες, οι οποίες καλύπτουν σημαντικές εκτάσεις του αμμώδους βυθού γύρω από το νησί. Χαρακτηριστικό σημείο ποσειδωνίας είναι η περιοχή γύρω από το Παυλοπέτρι.
Πανίδα
Τα πιο διαδεδομένα ζώα στην Ελαφόνησο είναι οι λαγοί (Lepus Europaeus), τα αγριοκούνελα, οι ασβοί και οι σκαντζόχοιροι (Erinaceous europaeus). Υπάρχουν ακόμη χελώνες, σαύρες, φίδια (δεντρογαλιές, σαΐτες, αστρίτες, οχιές), βατράχια, σαλιγκάρια αλλά και σκορπιοί.
Ορνιθοπανίδα
Στην περιοχή έχουν καταγραφεί αρκετά είδη πουλιών. Ο αριθμός τους αυξάνεται ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, αφού η Ελαφόνησος βρίσκεται στο μεταναστευτικό διάδρομο Αφρική, Κρήτη, Αντικύθηρα, Κύθηρα, Πελοπόννησος. Τα Τρυγόνια, οι τσαλαπετεινοί και οι πέρδικες αποτελούν τα πιο συνηθισμένα είδη πουλιών στο Λαφονησιώτικο ουρανό. Σε εκτάσεις μη δασωμένες, όπως οι βραχώδεις ορθοπλαγιές βρίσκουν τροφή αρπακτικά: αετοί, γερακίνες και γεράκια (Falco tinnunculus). Επίσης οι μεσογειακοί θαμνώνες με αείφυλλα πλατύφυλλα και τα φρύγανα φιλοξενούν πολλά είδη που φωλιάζουν σε θάμνους. Τακτικοί επισκέπτες κυρίως στην παραλία της Παναγίας είναι και οι ασημόγλαροι, οι οποίοι συχνά αναπτύσσουν φιλίες με τους ντόπιους ψαράδες.
Αμφίβια και Ερπετά
Αρκετά είναι και τα είδη αμφιβίων και ερπετών που έχουν καταγραφεί την Ελαφόνησο αλλά και στη γύρω περιοχή. Το προστατευόμενο είδος, η θαλάσσια χελώνα Caretta-caretta αναπαράγεται στην περιοχή της λίμνης Στρογγύλης, ενώ έχει συναντηθεί και στην παραλία τη Παναγίας και του Λίμνης Στρογγύλης. Η χελώνα του γλυκού νερού γραμμωτή νεροχελώνα (Mauremis caspica) βρέθηκε στην λίμνη Στρογγύλη σε θέσεις όπου υπάρχουν πηγές και γλυκό νερό. Στην Ελαφόνησο υπάρχουν διάφορα είδη φιδιών και σαύρες. Από τις σαύρες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπάνια Ελληνική σαύρα Lacerta graeca η οποία είναι ενδημικό είδος της Πελοποννήσου.
Θηλαστικά
Παλιότερα σε βραχώδεις θέσεις γύρω από το νησί συναντούσαμε φώκιες, το πλέον απειλούμενο θηλαστικό στην Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ευρύτερη περιοχή του Μαλέα αποτελεί καταφύγιο για το είδος της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus. Στην θαλάσσια περιοχή της Ελαφονήσου έχουν παρατηρηθεί και κητώδη κυρίως δελφίνια τα οποία συχνά ακολουθούν καράβια και καΐκια. Το είδος των θηλαστικών αυτών είναι Ρινοδέλφινο Tursopius truncatus. Στα πιο ανοικτά της θάλασσας ναυτικοί έχουν καταγραφεί και φάλαινες.
Θαλάσσιο οικοσύστημα
Μεγάλη ποικιλία βιοτόπων βιοκοινωνιών και πλούσια βλάστηση χαρακτηρίζει το θαλάσσιο οικοσύστημα της περιοχής. Πάρα πολλά είδη ψαριών και ένας ατελείωτος κατάλογος χλωρίδας ζουν και φύονται στη θαλάσσια περιοχή της Ελαφονήσου.
Γεωμορφολογία
Στα γεωγραφικά όρια της Ελαφονήσου περιλαμβάνονται τα χερσαία εδάφη και η παραλία της Πούντας (έναντι της νήσου) όπου βρίσκονται οι περισσότερες γεωργικές καλλιέργειες των Ελαφονησιωτών, αλλά και ο εξαιρετικής σημασίας υγροβιότοπος, η λίμνη Στρογγύλη. Η απέναντι ακτή της Πούντας, η νησίδα που μεσολαβεί, Παυλοπέτρι, τα νησιά της Παναγίας Κασέλλα, Λεπτό νησί και Πρασονήσι, καθώς και η νησίδα Αγλύφτης αποτελούν το χερσαίο μέρος της Ελαφονήσου.
Παλιότερα η Ελαφόνησος αποτελούσε χερσόνησο (αρχαίο όνομα Όνου Γνάθος). Ο λαιμός που ένωνε αυτή με την απέναντι ακτή αποκόπηκε και έτσι σχηματίστηκε το νησί. Ο λαιμός μεταβλήθηκε μέχρι σήμερα σε δίαυλο 500 m. και βάθους έως 3m.
Αναγνωρισμένοι αυτοτελείς οικισμοί της Ελαφονήσου είναι το Κάτω Νησί και το Καπάρι (απογρ.1991), η Πούντα και η Λεύκη (απογρ.2001). Η Πούντα που βρίσκεται στην απέναντι ακτή απέχει περίπου 550 m από τη νήσο.
Η Ελαφόνησος απέχει περίπου 49 km από τους Μολάους, 4 ναυτικά μίλια από τα Κήθυρα με τα οποία χωρίζεται από το Στενό της Ελαφονήσου και 27 ναυτικά μίλια περίπου από το Γύθειο.
Το κλίμα στην Ελαφόνησο είναι γενικά ξηρό. Οι κύριοι άνεμοι που επικρατούν στο νησί είναι οι βόρειοι, οι νότιοι και οι νοτιοανατολικοί.
Όρος Ταϋγετος
ΕΖΔ GR2550001 – ΕΖΔ-πΤΚΣ GR2540005 – ΕΖΔ-πΤΚΣ GR2550006 – ΖΕΠ GR2550009
Αναλυτικότερα για την ΕΖΔ GR2550001:
Ο ποταμός Νέδωνας διασχίζει την πόλη της Καλαμάτας. Οι εκβολές του βρίσκονται δυτικά του λιμανιού της Καλαμάτας και η λεκάνη απορροής του βρίσκεται στη δυτική πλευρά του βόρειου τμήματος του Ταΰγετου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της τοποθεσίας είναι ένα βαθύ στενό φαράγγι, μήκους 9 χιλιομέτρων, που βρίσκεται ανάμεσα στο Χάνι Λαγού και τον στρατιωτικό χώρο βολής λίγο βόρεια της Καλαμάτας. Το φαράγγι αυτό έχει άξονα ΝΔ-ΒΑ που διασχίζει κάθετα τους άξονες των βουνών, οι κύριες κορυφές των οποίων είναι: Κλέρα (689m.), Γούπατα (867m.), Άμουτσα Κορφάδι (970m.), Μελίστο (1237m.), όλες προς το βορειοδυτικά του φαραγγιού, και η Κορυφή (480 m.), ο Αετός (944 m.), ο Άγιος Γεώργιος (1104m.), όλα στα νοτιοανατολικά του φαραγγιού.
Το τυπικό τοπίο αυτής της τοποθεσίας σχηματίζεται από βαθιά λαξευμένους ασβεστόλιθους που βρίσκονται κατά μήκος του φαραγγιού καθώς και των παραποτάμων. Αυτοί οι μαύροι βιτουμενιούχοι ασβεστόλιθοι ανήκουν στη γεωτεκτονική ζώνη της Τρίπολης και είναι βαθιά καρστοποιημένοι. Στρωματογραφικά επικαλύπτονται από τον φλύσχη του Ολιγοκαίνου (ιλυολιθοι, αργιλίτες). Το υπόστρωμα των ασβεστόλιθων είναι φυλλιτικό-χαλαζιτικό πέτρωμα (μεταμορφικές ενότητες της ζώνης της Τρίπολης). Αυτά τα μεταμορφωμένα πετρώματα ξεπροβάλλουν στις περιοχές Χερώματα-Λαζαρόλακκα και Αλαγονία-Αρτεμισία, ανατολικά και βορειοανατολικά της τοποθεσίας. Η σχετική στεγανότητά τους εξασφαλίζει υψηλή απορροή νερού που κινείται προς το φαράγγι του Νέδωνα.
Λόγω της καρστοποίησης μεγάλο ποσοστό των υδάτων απορροής στην κοίτη του Νέδωνα διεισδύει μέσω του ασβεστόλιθου, συμβάλλοντας έτσι στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδάτων και στη διατήρηση της σχετικά χαμηλής απορροής προς τις εκβολές του ποταμού. Ο προσανατολισμός του φαραγγιού του Νέδωνα εξασφαλίζει χαμηλή ηλιοφάνεια τουλάχιστον για τις βορειοδυτικές εκτεθειμένες πλευρές, αποτρέποντας έτσι ένα περιβάλλον πολύ ξηρό για την ανάπτυξη των φυτών. Αυτό έχει θετική επίδραση στην παραγωγή μακίας βλάστησης, η οποία ευδοκιμεί υπό ευνοϊκές συνθήκες. Ως αποτέλεσμα του παραπάνω παράγοντα, οι πυρκαγιές που διαφορετικά θα μπορούσαν να καταστρέψουν εκτεταμένες δασικές εκτάσεις στην ανοιχτή ορεινή περιοχή, ακόμη και σε μεγαλύτερα υψόμετρα, είναι λιγότερο αποτελεσματικές στο σχετικά υγρό μικροκλίμα του φαραγγιού. Έτσι, η επιβίωση ενός οικοσυστήματος εγκατεστημένο στο φαράγγι είναι πιο πιθανή. Αυτό φαίνεται να είναι επίσης θετικός παράγοντας για τα ζώα που μπορεί να παραμείνουν ανενόχλητα στο φαράγγι χωρίς τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Καθώς το φαράγγι συνδέει την πεδινή περιοχή της Καλαμάτας με την ορεινή περιοχή του Ταΰγετου. Αυτό εξασφαλίζει υψηλή πιθανότητα κινητικότητας των ειδών (ειδικά των ζώων που αναζητούν τροφή, νερό, ασφάλεια και νέα περιοχή). Οι σπόροι των φυτών μπορούν επίσης να μεταφερθούν εύκολα μέσω του φαραγγιού με ζώα ή πλημμύρες.
Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του ίδιου του φαραγγιού δεν είναι εύκολα προσβάσιμο και δεν επιτρέπει την ίδρυση οικισμών, δεν είναι έντονη η ανθρώπνη επίδραση στην πανίδα και χλωρίδα της περιοχής.
Πέρα από το ενυπωσιακό τοπίο του φαραγγιού, η περιοχή είναι σημαντική καθώς περιλαμβάνει πλούσια μακία βλάστηση, (Quercus coccifera, Q. ilex, Pistacia lentiscus, Olea europaea, Ceratonia siliqua, Arbutus unedo, A. adrachne, Phllyrea media, Acer creticum, Laurus nobilis κ.λπ), απορροή που εμφανίζεται το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, ενδημικά και σπάνια είδη χλωρίδας και πλούσια πανίδα σπονδυλωτών.
Τύποι οικοτόπων
Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (2110): Σχηματισμοί των ακτών του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας, της Βαλτικής Θάλασσας και της Μεσογείου, που αντιπροσωπεύουν τα πρώτα στάδια κατασκευής αμμόλοφων, που αποτελούνται από κυματισμούς ή υπερυψωμένες επιφάνειες άμμου παραλίας ή από μια παρυφή προς τη θάλασσα στους πρόποδες των ψηλών θινών.
Φρύγανα από Sarcopoterium spinosum (5420): Χαμηλοί, ακανθώδεις σχηματισμοί ημισφαιρικών θάμνων της παράκτιας θερμομεσογειακής ζώνης των νησιών του Αιγαίου, της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών του Ιονίου, της παράκτιας Ανατολίας, πολύ πιο διαδεδομένοι και διαφορετικοί από τους σχηματισμούς της δυτικής Μεσογείου.
Δάση Platanus orientalis ή/και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) (92C0): Δάση, ως επί το πλείστον παρόχθια, στα οποία κυριαρχούν οι Platanus orientalis ή Liquidambar orientalis.
Δάση ελιάς και χαρουπιάς (9320): Θερμομεσογειακό δάσος όπου κυριαρχεί η δενδροφυής Olea europaea ssp. sylvestris, Ceratonia siliqua, Pistacia lentiscus, Myrtus communis.
Δάση με Quercus ilex και Quercus rotundifolia (9340): Δάση στα οποία κυριαρχεί το Quercus ilex ή το Quercus rotundifolia, συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, ασβεστολιθικά.
Είδη που αναφέρονται στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ και απαριθμούνται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ:
Elaphe quatuorlineata (Λαφιάτης), Lucanus cervus (ελαφοκάνθαρος ή ελαφοκέρατους), Testudo hermanni (Μεσογειακή χελώνα), Testudo marginata (Κρασπεδωτή χελώνα)
Ερπετά
Ablepharus kitaibelii (Αβλέφαρος), Algyroides moreoticus (Σαύρα του Μοριά) – ενδημικό Ελληνικό είδος, Hellenolacerta graeca (Ελληνική σαύρα) – Ελληνικό ενδημικό είδος, Hierophis gemonensis (Δενδρογαλιά), Lacerta trilineata (Τρανόσαυρα), Natrix natrix (Νερόφιδο), Ophiomorus punctatissimus, Ophisaurus apodus (Τυφλίτης), Podarcis peloponnesiaca (Πελοποννησιακή γουστέρα) – Ενδημικό της Πελοποννήσο, Telescopus fallax (Αγιόφιδο), Typhlops vermicularis (Τυφλίνος), Vipera ammodytes (Κοινή οχιά).
Αμφίβια
Bufo bufo (Χωματόφρυνος), Bufoides viridis (Πράσινος φρύνος), Hyla arborea (Ευρωπαϊκός δενδροβάτραχος), Rana graeca (Ελληνικός βάτραχος).
Χειρόπτερα
Hypsugo savii (Βουνονυχτερίδα), Nyctalus noctula (Κοινός νυχτοβάτης), Pipistrellus kuhlii (Λευκονυχτερίδα), Pipistrellus pipistrellus, Pipistrellus pygmaeus, Tadarida teniotis (Νυχτονόμος).
Χλωρίδα
Himantoglossum robertianum ή Barlia robertiana – Μπότσκα η γιγαντοορχιδέα, Scilla messeniaca – Ενδημικό του Ταϋγέτου, Teucrium flavum.
Αναλυτικότερα για τις ΕΖΔ-πΤΚΣ GR2540005 – ΕΖΔ-πΤΚΣ GR2550006 – ΖΕΠ GR2550009:
Τύποι οικοτόπων
Στην ευρύτερη περιοχή του Ταϋγέτου απαντούν τουλάχιστον 21 τύποι οικοτόπων η κατάσταση των οποίων κρίνεται ικανοποιητική. Από αυτούς 15 προστατεύονται από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ και τρεις χαρακτηρίζονται ως οικότοποι προτεραιότητας. Επιπλέον 9 μικτοί τύποι οικοτόπων παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Δάση μαύρης πεύκης (κωδικός 9530*)
Είναι οικότοπος προτεραιότητας. Πρόκειται για δάση της ορεινής Μεσογειακής ζώνης στα οποία κυριαρχεί η μαύρη πεύκη, συχνά σε πυκνή δομή. Στην περιοχή του Ταϋγέτου απαντά το υποείδος Pinus nigra subsp. nigra v. caramanica και τα δάση που σχηματίζει καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Αμιγή και μικτά δάση μαύρης πεύκης με κεφαλληνιακή ελάτη απαντούν και εντός των ορίων του Δασικού Συμπλέγματος Ταϋγέτου. Η σημασία των δασών αυτών είναι μεγάλη για τη ρύθμιση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν σε μεγάλο βαθμό τη διάβρωση του εδάφους. Η μαύρη πεύκη αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά από οικονομικής άποψης ιθαγενή είδη κωνοφόρων στη νότια Ευρώπη.
Δάση κεφαλληνιακής ελάτης (κωδικός 951B)
Στον Ταΰγετο, τα δάση κεφαλληνιακής ελάτης αναπτύσσονται κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη, σε απόκρημνες πλαγιές υψομέτρου 900 – 1.100, με έντονες κλίσεις (50-80%). Στα χαμηλότερα υψόμετρα, συχνά σχηματίζουν μικτές συστάδες με μαύρη πεύκη. Μεμονωμένα άτομα κεφαλληνιακής ελάτης έχουν παρατηρηθεί έως και τα 2.000 m. Ο οικότοπος αυτός θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός παρά το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, καθώς είναι ενδημικός με αποκλειστική εξάπλωση στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, καταλαμβάνει μεγάλο τμήμα στην περιοχή του Ταϋγέτου, η οποία μάλιστα, αποτελεί το νοτιότερο όριο εξάπλωσης του είδους.
Τα δάση κεφαλληνιακής ελάτης στον Ταΰγετο, αν και υπόκεινται σε ανθρωπογενείς επιδράσεις, διατηρούν υψηλό βαθμό φυσικότητας και σταθερότητας. Η σπουδαιότητά τους επιτείνεται από το γεγονός ότι εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ισορροπία στα οικοσυστήματα των χαμηλότερων υψομετρικά περιοχών και φιλοξενούν μεγάλο αριθμό ειδών ζώων. Τέλος, χρησιμοποιούνται στη μελισσοκομία και έχουν μεγάλη οικονομική αξία, λόγω εκμετάλλευσης της ξυλείας τους.
-Εκβολές ποταμών (1130)
-Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (2110)
-Ποταμοί της Μεσογείου με μόνιμη ροή του Paspalo-Agrostidion και πυκνή βλάστηση με μορφή παραπετάσματος από Salix & Populus alba στις όχθες τους (3280)
-Ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή από Paspalo−Agrostidion (3290)
-Ενδημικά ορεινά μεσογειακά χέρσα εδάφη με ακανθώδεις θάμνους (4090)
-Ελληνο-Βαλκανικοί ορεινοί ακανθώδεις ημίθαμνοι με Astragalus
-Υπαλπικοί ακανθώδεις ημίθαμνοι της Πελοποννήσου: Daphno-Fastucetea: Stipo-Morinion
-Ελληνικοί ακανθώδεις ερεικώνες με τραγάκανθο
-Ελληνικοί alti-Μεσογειακοί ακανθώδεις «ερεικώνες». Daphno-Festucetea: Astragalo-Seslrion-Φρύγανα με Sarcopoterium spinosum (5420)-Χλοώδεις διαπλάσεις με Nardus ποικίλων ειδών, σε πυριτούχα υποστρώματα των ορεινών ζωνών (και των υποορεινών ζωνών της ηπειρωτικής Ελλάδας) (6230*)-Πηγές όπου δημιουργείται επίπαγος (Cratoneurion) (7220*)-Λιθώνες της Ανατολικής Μεσογείου (8140)-Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (8210)-Σπήλαια των οποίων δεν γίνεται τουριστική εκμετάλλευση (8310)-Δάση με Olea και Ceratonia (9320)-Δάση με Quercus ilex και Quercus rotundifolia (9340)-(Υπο)μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά μαυρόπευκα (9530*)-Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη πεύκων της Μεσογείου (9540)-Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis (Platanion orientalis) (92C0)
Η βλάστηση του Ταϋγέτου χαρακτηρίζεται από μεγάλη ετερογένεια και στην ευρύτερη περιοχή διακρίνονται οι ακόλουθες πέντε ζώνες βλάστησης:
Χλωρίδα
Στην περιοχή του Ταΰγετου τουλάχιστον 196 φυτικά taxa κρίνονται ως σημαντικά, υπό την έννοια ότι ανήκουν τουλάχιστον σε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες. Με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα για τη χλωρίδα τη περιοχής, αυτά τα 196 φυτικά taxa αντιπροσωπεύουν το 23,03% ου συνόλου των φυτικών taxa που απαντούν στον Ταΰγετο. Τα 196 σημαντικά taxa κατανέμονται σε συνολικά 36 οικογένειες και 115 γένη. Συγκεκριμένα, καταγράφονται 2 Γυμνόσπερμα και 193 Αγγειόσπερμα (34 οικογένειες). Οι οικογένειες με το μεγαλύτερο αριθμό σημαντικών φυτικών taxa είναι η οικογένεια των Compositae με 28 σημαντικά φυτικά taxa και η οικογένεια των Caryophyllaceae με 26. Οι οικογένειες αυτές αποτελούν άλλωστε και τις πλουσιότερες σε συνολικό αριθμό taxa, με 86 και 77 taxa αντίστοιχα. Το ποσοστό των σημαντικών φυτικών taxa της οικογένειας Compositae ανέρχεται σε 32,56%, ενώ για την οικογένεια των Caryophyllaceae είναι 33,76%.
Πανίδα
Ασπόνδυλα
Οι κορυφές του Ταϋγέτου οι οποίες φιλοξενούν σπάνια είδη εντόμων, όπως τα στενόοικα κολεόπτερα Nebria brevicollis, Harpalus rufipalpis, Zabrus robustus στην υπαλπική ζώνη, το στενόοικο ισόποδο Armadillidium tripolitzen και η ενδημική ακρίδα Oeopodisma taygetosi στις πλαγιές κοντά στην κορυφή του Προφήτη Ηλία.
Τα δάση μαύρης πεύκης και ειδικά τα μικτά δάση μαύρης πεύκης και κεφαλληνιακής ελάτης, που φιλοξενούν ενδημικά και σπάνια είδη, όπως τα κολεόπτερα Ophonus taygetanus και Ophonus krueperi, τα στενόοικα χειλόποδα, όπως τα είδη Henia illyrica, Lithobius tenebrosus και Lithobius muticus.
Αμφίβια και ερπετά
Στον Ταΰγετο φιλοξενούνται αμφίβια όπως η σαλαμάνδρα, ο ελληνικός βάτραχος, ο πρασινόφρυνος, ο δενδροβάτραχος κ.ά., όπως και πλούσια ερπετοπανίδα.
Η ελληνική σαύρα και η πελοποννησιακή γουστέρα είναι ενδημικά της Πελοποννήσου, ενώ το κονάκι της Πελοποννήσου και η μωραϊτόσαυρα είναι ενδημικά της Πελοποννήσου που εξαπλώνονται και σε ορισμένα νησιά του Ιονίου. Το πιο κοινό είδος ερπετού, τόσο σε αριθμούς, όσο και σε εξάπλωση, είναι η πελοποννησιακή γουστέρα. Το πιο κοινό φίδι είναι η οχιά.
Oρνιθοπανίδα
Συνολικά στον Ταΰγετο διακρίνονται έξι ενότητες με κοινά χαρακτηριστικά ενδιαιτημάτων και κοινοτήτων πουλιών. Η ορνιθοπανίδα στον Ταΰγετο είναι αρκετά πλούσια και αριθμεί 103 είδη, εκ των οποίων 25 ημερόβια και νυκτόβια αρπακτικά και 64 στρουθιόμορφα. Σύμφωνα με την κοινοτική και εθνική νομοθεσία, από το σύνολο των 103 ειδών, τα 24 προστατεύονται αυστηρά από την Κοινοτική Οδηγία 79/409 ΕΟΚ, 79 από τη Σύμβαση της Βέρνης και 47 από τη Σύμβαση της Βόννης. Από τα 103 είδη, τα 75 αναπαράγονται στην περιοχή (47 μόνιμα και 28 καλοκαιρινοί επισκέπτες), 17 είναι περαστικά ή παρατηρούνται κατά την μετανάστευση, 10 διαχειμάζουν και μόλις 1 θεωρείται τυχαίο αφού έχει πάψει να αναπαράγεται στην περιοχή και απαντά πολύ σπάνια.
Κοινά στην περιοχή είδη είναι η γερακίνα, το βραχοκιρκίνεζο, ο πετρίτης και ο μπούφος που είναι μόνιμα και συνιστούν τα κύρια μέλη της βιοκοινότητας των αρπακτικών του Ταϋγέτου. Στον Ταΰγετο η γερακίνα είναι το πιο κοινό αρπακτικό και απαντά σχεδόν παντού, από τις παραλιακές περιοχές έως την ορεινή ζώνη και σε όλους τους τύπους ενδιαιτημάτων της ευρύτερης περιοχής. Το είδος παρουσιάζει την μεγαλύτερη πυκνότητα περιφερειακά του ορεινού όγκου σε ανοιχτές εκτάσεις κοντά σε ελαιώνες και δασικά διάκενα. Εκτιμάται πως ο πληθυσμός της στον Ταΰγετο αριθμεί 40 – 50 ζευγάρια.
Το βραχοκιρκίνεζο στον Ταΰγετο είναι κοινό σχεδόν σε κάθε φαράγγι περιφερειακά του ορεινού όγκου, καθώς και σε βράχους ή ορθοπλαγιές χαμηλού υψομέτρου. Ο πληθυσμός του υπολογίζεται σε 18 – 25 ζευγάρια.
Ο πετρίτης ζει σε απόκρημνες ορεινές αλλά και πεδινές περιοχές, που έχουν όμως βράχους. Φωλιάζει σε μικρές κοιλότητες. Στον Ταΰγετο ο πληθυσμός του είδους εκτιμάται σε 6 – 8 ζευγάρια, όλα στην περιφέρεια του βουνού σε βαθιά φαράγγια με απότομες ορθοπλαγιές.
Ο Ταΰγετος φιλοξενεί τουλάχιστον τρία ζευγάρια μπούφων στα φαράγγια Βυρού, Βουρδουνίων και Λαγκάδας.
Όσον αφορά στα νυκτόβια αρπακτικά, τα μικρότερα είδη, όπως ο γκιώνης και η κουκουβάγια, εντοπίζονται περιμετρικά του ορεινού όγκου, κοντά σε οικισμούς και καλλιέργειες. Ομοίως, ο νανόμπουφος, σε ελαιώνες στην περιοχή Καρδαμύλης – Εξωχωρίου, καθώς και στον Λακωνικό κάμπο. Αντίθετα, ο χουχουριστής, το κατεξοχήν νυκτόβιο είδος στον Ταΰγετο, εμφανίζει σχετικά ευρεία εξάπλωση, αλλά σε μικρές πυκνότητες.
Στον Ταΰγετο καταγράφονται τρία είδη δρυοκολάπτη, όλα στον κεντρικό τμήμα του. Ο λευκονώτης είναι αρκετά σπάνιος. Το ενδιαίτημά του συνιστούν ώριμα δάση κωνοφόρων σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο.
Ο πευκοδρυοκολάπτης είναι το πιο κοινό είδος, σε σχετικά καλές πυκνότητες και αρκετές επικράτειες στα δάση κεφαλληνιακής ελάτης και στα πευκοδάση του ανατολικού τμήματος του βουνού έως το μικτό δάσος κωνοφόρων φυλλοβόλων, στην περιοχή της Άρνας. Ο πράσινος δρυοκολάπτης απαντά σε μικτές συστάδες κωνοφόρων – φυλλοβόλων.
Πρόκειται για περιοχή που περιλαμβάνει τις βορειοανατολικές υπώρειες του βουνού έως τα 800 m, οι οποίες καλύπτονται κυρίως από κεφαλληνιακή ελάτη και λιθώνες, ενώ στο τμήμα που εκτείνεται προς το οροπέδιο της Μεγαλόπολης καλύπτεται από δάση, καλλιέργειες, οπωρώνες, θαμνότοπους, βοσκοτόπια με φυτοφράχτες και μικρά ρέματα. Η ενότητα αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα στρουθιόμορφα, όπως τσιχλόνια, σπίζες, κελάδες, τσιροβάκους, δενδροσταρήθρες, ψαρόνια, μαυρολαίμηδες, αλλά και αρπακτικά είδη όπως η γερακίνα, ο χειμωνόκιρκος και το ξεφτέρι, λόγω του έντονου μωσαϊκού των ενδιαιτημάτων.
Τοπίο – γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά
Η οροσειρά του Ταΰγετου έχει μήκος 115 km, μέγιστο πλάτος 30 km και έκταση περίπου 2.500 km2, συγκροτείται δε από τέσσερα κύρια τμήματα:
-τον Βόρειο προς την Μεγαλόπολη.
-τον Μέσο Ανατολικό προς την Σπάρτη.
-τον Δυτικό και
-το Νότιο Ταΰγετο που σχηματίζει τη χερσόνησο της Μάνης, η οποία και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο.
Η υψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου ονομάζεται “Αγιολιάς” ή “Προφήτης Ηλίας”, έχει ύψος 2.407 m και βρίσκεται στο ανώτερο μέρος της τοποθεσίας που ονομάζεται “Πυραμίδα”, λόγω του χαρακτηριστικού σχήματος της. Δύο φαράγγια χωρίζουν τον Ταΰγετο, το ένα της Μεγάλης Λαγκάδας , που χωρίζει το Βόρειο από τον Κεντρικό Ταΰγετο στο ύψος του χωριού Τρύπη και το δεύτερο στη περιοχή Αρεόπολη – Κότρωνας που χωρίζει τον Κεντρικό από το Νότιο Ταΰγετο και ονομάζεται Σαγγιάς.
Στα φαράγγια του Ταΰγετου αναπτύσσονται αξιόλογα οικοσυστήματα, με μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον, ενώ την ομορφιά τους απολαμβάνουν οι πεζοπόροι που τα διασχίζουν.
Τα εδάφη της περιοχής προέρχονται κυρίως από την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων, ενώ εκείνα που βρίσκονται σε κολλούβια και αλλούβια προέρχονται από μεταφερθέντα υλικά.
Κύθηρα & Αντικύθηρα
ΕΖΔ GR3000008 – ΕΖΔ GR3000010 – ΖΕΠ GR3000012 – ΖΕΠ GR3000013 –
ΖΕΠ GR3000019
Οι τύποι οικοτόπων του Παραστήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στην περιοχή των Κυθήρων-Αντικυθήρων:
-Ύφαλοι (1170)
-Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο με ενδημικά Limonium, (1240)
-Δενδρώδη matorrals με Juniperus (5210)
-Θερμομεσογειακές και προερημικές λόχμες (5330)
-Garrigues της Ανατολικής μεσογείου (5340)
-Φρύγανα με Sarcopoterium spinosum (5420)
-Θαλάσσια σπήλαια εξ ολοκλήρου ή κατά το ήμισυ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (8330)
Στο σύμπλεγμα εντοπίζονται και ο θαλάσσιος οικότοπος προτεραιότητας:
1120* – Εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia (Posidonion oceanicae)
Η περιοχή φιλοξενεί ημι-φυσικούς οικότοπους υψηλής περιβαλλοντικής αξίας., όπως οι γεωργικές καλλιέργειες σε αναβαθμίδες και το δάσος Γερακάρι.
Το νησί των Αντικυθήρων είναι ξηρό με δύο βασικούς ορεινούς όγκους , ενώ στο εσωτερικό του σχηματίζονται πολλές μικρές κοιλάδες. Η βλάστηση είναι χαρακτηριστική των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Στο νησί διαμένουν πλέον ελάχιστοι κάτοικοι που ασχολούνται κυρίως με την αλιεία, τη μελισσοκομία και την κτηνοτροφία. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιοχές για τη μετανάστευση των πουλιών στην Ελλάδα, από όπου περνά κατά τη διάρκεια των δύο μεταναστευτικών περιόδων ένας πολύ μεγάλος αριθμός πουλιών.
Η περιοχή της χερσονήσου της Γραμβούσας είναι μια σχετικά απομονωμένη και δυσπρόσιτη λωρίδα ξηράς με απόκρημνες βραχώδεις ακτές, χωρίς οικισμούς και πυκνό οδικό δίκτυο, που καλύπτεται κυρίως από φρύγανα. Στην Ήμερη Γραμβούσα τους καλοκαιρινούς μήνες υπάρχει έντονη τουριστική δραστηριότητα. Η περιοχή βρίσκεται στο μεταναστευτικό διάδρομο της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου – Κυθήρων – Αντικυθήρων – βορειοδυτικής Κρήτης, από όπου περνά μεγάλος αριθμός αρπακτικών και άλλων ειδών πουλιών. Στην περιοχή φωλιάζουν περίπου 1000 ζευγάρια Μαυροπετρίτη.
Χλωρίδα
Η θέση του νησιωτικού συμπλέγματος Κυθήρων-Αντικυθήρων, δηλαδή εκεί που συναντιούνται οι φυτογεωγραφικές ζώνες της Πελοποννήσου και της περιοχής Κρήτης – Καρπάθου, είναι ο λόγος της υψηλής χλωριδιακής αξίας της περιοχής. Εκτός από τον μεγάλο αριθμό ειδών χλωρίδας που εντοπίζονται στην περιοχή, αν και πρόκειται για νησιά μικρής έκτασης και χαμηλού υψομέτρου, και ο εξαιρετικά υψηλός ενδημισμός αποδίδεται στη γεωγραφική θέση της περιοχής. Παρατηρούνται 859 φυτικά taxa 98 διαφορετικών οικογενειών με τα ενδημικά είδη να ξεπερνούν τα 55. Επιπλέον έξι είδη είναι ενδημικά του συμπλέγματος.
Πανίδα
Η σημασία της περιοχής για την ορνιθοπανίδα, αντανακλάται στο γεγονός ότι βρίσκεται στο μεταναστευτικό διάδρομο της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου-Κυθήρων-Αντικυθήρων-Βορειοδυτικής Κρήτης. Επίσης αποτελεί τόπο φωλεοποίησης ειδών προτεραιότητας και θαλάσσιας ζώνης διάβασης θαλασσοπουλιών.
Επιπλέον καταγράφεται πλούσια θαλάσσια πανίδα που υποστηρίζεται από τους θαλάσσιους οικοτόπους της περιοχής κσι περιλαμβάνονται 2 είδη θαλάσσιων ερπετών-χελώνων (ένα αναπαραγόμενο) και 8 είδη θαλάσσιων θηλαστικών. Σε αρκετά είδη ιχθυοπανίδας ασκείται έντονη πίεση εξαιτίας της αλιευτικής δραστηριότητας. Θεωρείται πιθανή η παρουσία Pinna nobilis που συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Οδηγίας 92/43.
Αντίθετα η ερπετοπανίδα περιορίζεται σε 18 είδη, 2 είδη εκ των οποίων είναι αμφίβια και 16 ερπετά. Η μεγάλη οικολογική αξία της περιοχής, τεκμηριώνεται με την ύπαρξη του ενδημικού είδους σαύρας Podarcis levendis (Λεβεντόσαυρα) που εντοπίζεται στις νησίδες των Αντικυθήρων Πρασσονήσι και Λαγούβαρδος.
Όσον αφορά στα χερσαία θηλαστικά, θεωρείται ότι τα τρία είδη Rattus rattus (Μαυροποντικός), Rattus Norvegicus (Μεγάλος Μαυροποντικός) και Oryctolagus cuniculus (κουνέλι) εισήχθησαν στο συμπλεγμα.
Στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας καταγράφονται 13 είδη ασπόνδυλων που εντοπίζονται στο σύμπλεγμα Κυθήρων-Αντικυθήρων, εκ των οποίων 11 είδη είναι χερσαία γαστερόποδα, ένα είδος αράχνη και ένα είδος χερσαίο ισόποδο. Έξι εξ αυτών είναι ενδημικά του συμπλέγματος. Συνολικά έχουν καταγραφεί 44 είδη πεταλούδων στο σύμπλεγμα και 26 είδη εδαφικών κολεόπτερων στα Κύθηρα και 22 στα Αντικύθηρα.
Γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά
Τα Κύθηρα διαμορφώνουν μαζί με τα Αντικύθηρα και τα άλλα μικρά νησιά της περιοχής το νοτιοδυτικό τμήμα του εξωτερικού νησιωτικού τόξου του Αιγαίου, ενώ από φυσιογραφική άποψη τα νησιά αυτά αποτελούν τα κορυφαία αναδυμένα τμήματα του υποθαλάσσιου αβαθούς διαύλου που συνδέει την Πελοπόννησο με την Κρήτη (Δανάμος 1992).
Το ανάγλυφο στο εσωτερικό των Κυθήρων είναι ήπιο και δημιουργεί στο κέντρο του νησιού ένα οροπέδιο με υψόμετρο περίπου 300 m. Το ανάγλυφο περιφερειακά του νησιού χαρακτηρίζεται απότομο και τραχύ. Οι βαθιές χαραδρώσεις δημιουργούν κρημνώδες ανάγλυφο και απότομες ακτές, κυρίως στο βορειοανατολικό και το νοτιοδυτικό τμήμα, συσχετιζόμενες με τους δυο σημαντικότερους ορεινούς όγκους του νησιού που υψώνονται σε αυτές τις περιοχές.
Στο βόρειο τμήμα των Κυθήρων το ανάγλυφο είναι ορεινό µε λίγες πεδινές περιοχές, ενώ στο κεντρικό τμήμα του νησιού παρατηρούνται φαράγγια (Κακό Λαγκάδι, Βύθουλας).
Οι ακτές του βόρειου τμήματος του νησιού παρουσιάζουν ποικιλομορφία ούσες ρηξιγενείς σε όλο σχεδόν το μήκος τους. Οι δυτικές ακτές είναι απότομες ρηξιγενείς, ενώ στα βόρεια παρατηρούνται ακτές µε εγκολπώσεις μικρής έκτασης, τα χαρακτηριστικά «pocket beach» (Κοντού 2010). Παρόμοια εικόνα παρουσιάζεται σε περιοχές του νότιου και του νοτιοανατολικού τμήματος των Κυθήρων. Ως επικύρωση του έντονου ανάγλυφου του νησιού αποτελεί η μέση κλίση που υπολογίζεται από το μοντέλο μορφολογικών κλίσεων σε 25%.
Η μορφολογία των Αντικυθήρων έχει ομοιότητες με αυτή των Κυθήρων. Το ανάγλυφο στο εσωτερικό των Αντικυθήρων είναι σχετικά ήπιο δημιουργώντας σημαντικές επιφάνειες με κλίσεις μικρότερες του 5%. Στο κεντρικό τμήμα του νησιού, εντοπίζονται περιοχές με ήπιο μορφολογικό ανάγλυφο που εκτείνονται μέχρι το βόρειο τμήμα του δημιουργώντας μικρά οροπέδια. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη έκταση υψομέτρου μεταξύ 155-165 m που δημιουργεί ένα μικρό οροπέδιο στην περιοχή του Αγ.Γεωργίου. Παρόμοια στα ανάντη και νότια από το ακρωτήρι Κολύμπα και του Κάστρου εντοπίζεται περιοχή σημαντικής έκτασης σε χαμηλό υψόμετρο μεταξύ 20-30 m όπως επίσης και στον οικισμό των Χαρχαλιανών με υψόμετρο μεταξύ 65-75 m.
Σχεδόν σε όλο το μήκος της ακτογραμμής, το ανάγλυφο είναι απότομο. Κρημνώδεις ακτές εντοπίζονται στο βορειότερο σημείο του νησιού όπως και στο νοτιοδυτικό τμήμα του. Το έντονο ανάγλυφο των ακτών συσχετίζεται με τους ορεινούς όγκους του νησιού της Πλαγάρας-Δωμάτων νοτιοδυτικά, του Κάψαλου στα βόρεια και των Τρούλλων στα ανατολικά. Το μέσο υψόμετρο του νησιού είναι 130 m ενώ το μεγαλύτερο υψόμετρο είναι στην κορυφή της Πλαγάρας (379 m) στο δυτικό τμήμα του.
Η εικόνα του έντονου ανάγλυφου στα Αντικύθηρα και κυρίως στην ακτογραμμή επαληθεύεται μέσω του μοντέλου μορφολογικών κλίσεων.
Γεωλογικά τα δύο νησιά ανήκουν στην ενεργή σεισμοτεκτονική μορφή που αντιστοιχεί στο όριο της υποβύθισης της Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική. Αποτέλεσμα είναι να παρουσιάζουν ενεργό τεκτονική, έντονη σεισμικότητα και πολύπλοκη γεωλογική δομή που συνίσταται από το μεταμορφωμένο υπόβαθρο, τις αλπικές ζώνες Τριπόλεως και Πίνδου και τους Νεογενείς και τεταρτογενείς σχηματισμούς καθώς και από ένα πυκνό δίκτυο κανονικών ρηγμάτων.
Νότια Μάνη
ΖΕΠ GR2540008 – πΤΚΣ GR2540009
Το μεγαλύτερο ποσοστό των βραχωδών ακτογραμμών της δυτικής ακτής της χερσονήσου, αφορά παράκτια βράχια χωρίς βλάστηση. Ο τύπος οικότοπου «Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο – με ενδημικά Limonium spp» έχει εντοπιστεί τοπικά σε ορισμένες ακτές κυρίως στην ανατολική ακτή. Πιο αναλυτικά στην περιοχή της νότιας Μάνης και στο όρος Σαγγιά χαρτογραφήθηκαν οι παρακάτω τύποι οικοτόπων:
-Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium) (1240)
-Σχηματισμοί με Euphorbia dendroides (5330)
-Garrigues της Αν. Μεσογείου (5340)
-Φρύγανα με Sarcopoterium spinosum (5420)
-Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (8210)
Χλωρίδα
Από τα παρατηρηθέντα είδη χλωρίδας στην περιοχή συμπεραίνεται ότι δεν έχουν καταγραφεί σπάνια, προστατευόμενα και ενδημικά είδη σύμφωνα με το IUCN Red Data Book.
Ενδημικά είδη είναι τα Allium circinatum subsb. Peloponnesiacum, Fritilaria davisii, Helichrysum taenari, Onosma Sagiasense, Verbascum undulatum.
Ενδημικά της Πελοποννήσου είναι τα Brasica cretica subsp. Laconica, Campanula topaliana subsp. Cordifolia, Crocus goulimiy
Ενδημικά της Ελλάδας είναι τα Asperyla taygetea, Crocus niveus, Scaligerea moreana, Toulipa goulimiy
Άλλα σπάνια είδη : Astragalus lusitanicus subsp. Orientalis, Lilium candidum, Vicia melanops.
Θηλαστικά
Όσον αφορά τα θηλαστικά, τα στοιχεία που υπάρχουν είναι ελάχιστα, αφορούν την ευρύτερη περιοχή και περιλαμβάνουν κοινά και ευρέως διαδεδομένα είδη τoυ ελλαδικού χώρου. Αναφέρονται ότι υπάρχουν αλεπούδες (Vulpes vulpes), λαγοί (Lepus europeus), νυφίτσες (Mustela nivalis), κoυvάβια (Martes foina), σκαντζόχοιροι (Erinaceus europaeus) κ.α. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη για την παρουσία άλλων σπάνιων ή απειλουμένων ειδών.
Ορνιθοπανίδα
Η περιοχή είναι πολύ σημαντική για τα αποδημητικά πτηνά και ιδιαίτερα τα αρπακτικά. Χιλιάδες αρπακτικά πουλιά από 26 είδη καταγράφονται να μεταναστεύουν κάθε χρόνο, ενώ στην περιοχή φωλιάζουν 7 είδη, με σημαντικότερο τα Hieraaetus fasciatus (Σπιζαετός), Circaetus gallicus (Φιδαετός) και Falco biarmicus feldeggi (Χρυσογέρακο). Η τοποθεσία απιτελεί σημαντικό τόπο διαχείμανσης για το σπάνιο επισκέπτη της νότιας Ελλάδας Aquila heliaca (Βασιλαετός). Εκτός από αυτό, φωλιάζουν σε μεγάλους αριθμούς και αναπαράγονται τα Hippolais olivetorum (Λιοστριτσίδα), Curruca ruppeli (Αιγαιοτσιροβάκος), Emberiza caesia (Φρυγανοτσίχλονο).
Τοπίο – γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά
Η Μάνη καταλαμβάνει τη μεσαία ορεινή χερσόνησο της Πελοποννήσου, η οποία καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο. Περιλαμβάνει τις επαρχίες Γυθείου και Οιτύλου του νομού Λακωνίας και το ΝΑ τμήμα της επαρχίας της Καλαμάτας του νομού Μεσσηνίας. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η πολυσχιδής ακτογραμμή και ο σχηματισμός αλλεπάλληλων όρμων και ακρωτηρίων.
Η μορφολογία της περιοχής είναι κατά κύριο λόγο ορεινή με περιορισμένες πεδινές λοφώδεις εκτάσεις, που είναι συγκεντρωμένες κοντά στην παράκτια ζώνη και συνήθως αποτελούν επιφάνειας επιπέδωσης ή καρστικά βυθίσματα, κυρίως μεταξύ των ισοϋψών 100 και 200 m σε ασβεστολιθικό περιβάλλον. Αλλουβιακές πεδιάδες με την κλασική έννοια του όρου δεν είναι συνήθεις στην περιοχή, κυρίως λόγω της περιορισμένης ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου.
ΥΠΟΒΟΛΗ–ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΈΡΓΑ – ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ Ε.Π. Υ.ΜΕ.ΠΕΡ.Α.Α. 2014-2020
Στο πλαίσιο του Ε.Υ.Δ. Ε.Π. «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» (Ε.Π.Υ.ΜΕ.ΠΕΡ.Α) υποβλήθηκε πρόταση με την αίτηση χρηματοδότησης ύψους 1.000.000,00 €, με τίτλο «Επιχορήγηση του Φορέα Διαχείριση Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου και Μονεμβασίας για δράσεις διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, ειδών και οικοτόπων». Το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της Πράξης ορίζεται στα 5 έτη (2019-2023).
ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ |
Προμήθεια επιστημονικού εξοπλισμού υποστήριξης της δράσης παρακολούθησης τσακαλιών. |
Προμήθεια επιστημονικού εξοπλισμού υποστήριξης της δράσης μέτρησης υδάτων. |
Προμήθεια και εγκατάσταση ξυλείας και ξύλινων κατασκευών (στήριξη αμμοθινών). |
Προμήθεια και εγκατάσταση υλικών περίφραξης ατόμων Juniperus drupacea ή θέσεων έκτασης. |
Προμήθεια και εγκατάσταση δεξαμενών ανοικτού τύπου και πυροσβεστικών κατασκευών για τα οχήματα φύλαξης του ΦΔ. |
Προμήθεια και εγκατάσταση προκατασκευασμένων ποτιστρών αλουμινίου. |
Προμήθεια Ηλεκτρονικού εξοπλισμού. |
Προμήθεια ιματισμού για τις εργασίες πεδίου |
Προμήθεια επιστημονικών συγγραμμάτων, χαρτών ΓΥΣ ή/και ορθοφωτοχάρτες έτους 2019, έτους 2020, έτους 2021. |
Προμήθεια καυσίμων. |
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ |
Υπηρεσίες διοργάνωσης ενημερωτικών ημερίδων, παραγωγή έντυπου υλικού και ενημερωτικών πινακίδων. |
Οριστική τεκμηρίωση της παρουσίας του τύπου οικοτόπου 6230 «Χλοώδεις διαπλάσεις με Nardus, ποικίλων ειδών, σε πυριτιούχα υποστρώματα των ορεινών ζωνών (και υποορεινών ζωνών της ηπειρωτικής Ευρώπης)», με βάση τη χλωριδική του σύνθεση και δομή. |
Επιστημονική τεκμηρίωση της συνδεσιμότητας των περιοχών NATURA με τα φυσικά και ημιφυσικά οικοσυστήματα της περιοχής ευθύνης της ΜΔ (π.χ υγρότοποι, αγροοικοσυστήματα, δασικές εκτάσεις). |
Υπηρεσίες διερεύνησης συγκρούσεων από τσακάλι στα κτηνοτροφικά ζώα στην περιοχή ευθύνης της ΜΔ και προτάσεις διαχείρισης. |
Υπηρεσίες ειδικού επιστήμονα/εμπειρογνώμονα για επεμβάσεις βελτίωσης κατάστασης διατήρησης τύπου οικοτόπου 92Α0 και εξάπλωση εμφάνισής του. |
Δικτύωση Εσωτερικού – Δικτύωση Εξωτερικού |
Υπηρεσίες εκτέλεσης δράσεων προστασίας των απειλούμενων ειδών Squalius keadicus και Pelasgus laconicus στην ΕΖΔ-πΤΚΣ – Εκβολές Ευρώτα, Περιοχή Βρονταμά και θαλάσσια Περιοχή Λακωνικού Κόλπου (κωδικός: GR 2540003). |
Υπηρεσίες ειδικού επιστήμονα/εμπειρογνώμονα για επεμβάσεις διαχείρισης αμμοθινών στην ΕΖΔ-πΤΚΣ – Εκβολές Ευρώτα, Περιοχή Βρονταμά και θαλάσσια Περιοχή Λακωνικού Κόλπου (κωδικός: GR 2540003) και στην ΕΖΔ – Περιοχή Νεάπολης και Νήσος Ελαφόνησος (κωδικός: GR 2540002). |
Χαρτογράφηση των πληθυσμών του δενδρόκεδρου (Juniperus drupacea) στον Πάρνωνα και συμβολή στη διατήρηση του οικοτόπου προτεραιότητας 9560* – Μεσογειακά δάση με ενδημικά Juniperus spp. στη ΝΑ Πελοπόννησο. |
Υπηρεσίες ειδικού επιστήμονα/εμπειρογνώμονα εκτίμησης βοσκοφόρτωσης με στόχο τη ρύθμιση της βόσκησης κατά χώρο, χρόνο και ένταση. |
Ρύθμιση περιβαλλοντικών συνθηκών σε επιλεγμένους τύπους οικοτόπων και είδη χλωρίδας |
Εφαρμογή μέτρων συνεχούς διαχείρισης για τον καλαμιώνα (Τ.Ο. 72A0) στην ΕΖΔ-ΖΕΠ – Λίμνη Στυμφαλία |
Υποστήριξη Ειδικών Μονάδων Ανίχνευσης Δηλητηριασμένων Δολωμάτων (Ε.Μ.Α.Δ.Δ.) |
ΈΡΓΑ – ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ CLLD LEADER 2014-2020
Στο πλαίσιο του Τοπικού Προγράμματος CLLD/LEADER 2014-2020 της ΟΤΔ Πάρνωνας ΑΕ με τίτλο: «Ανατολική Πελοπόννησος. Απόθεμα Βιόσφαιρας και Επιχειρηματικές Ζώνες Καινοτομίας» του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, Μέτρο 19, Υπομέτρο 19.2, για παρεμβάσεις Δημοσίου Χαρακτήρα, η Μονάδα Διαχείρισης υπέβαλλε πρόταση χρηματοδότησης προϋπολογισμού 216.490,00 €, με τίτλο «Υποστήριξη δράσεων περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης του Φορέα Διαχείρισης. Η πρόταση περιλαμβάνει τα παρακάτω υποέργα που αφορούν κυρίως σε δράσεις ενημέρωσης ευαισθητοποίησης του τοπικού πληθυσμού περιοχής παρέμβασης της προτεινόμενης περιοχής του Αποθέματος Βιόσφαιρας.
Το Υποέργο 1: Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών μέσω διαδραστικών χαρτών (WEB based-GIS) της προτεινόμενης περιοχής του Αποθέματος Βιόσφαιρας όρους Πάρνωνα – Κάβου Μαλέα.
Το Υποέργο 2: Παραγωγή και σχεδίαση ενημερωτικού υλικού ενημέρωσης- ευαισθητοποίησης που συνίσταται στον σχεδιασμό, την παραγωγή και την εκτύπωση έντυπου ενημερωτικού υλικού για την προτεινόμενη περιοχή του Αποθέματος Βιόσφαιρας όρους Πάρνωνα – Κάβου Μαλέα.
Το Υποέργο 3: Παραγωγή και σχεδιασμός περιοδεύουσας έκθεσης.
Το Υποέργο 4: Διοργάνωση ενημερωτικών Ημερίδων.
Το Υποέργο 5: Προμήθεια Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού.
ΔΡΑΣΕΙΣ START UP
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ |
Καταγραφή μεγέθους & κατανομής πληθυσμού, απειλών & προτάσεις για διαχειριστικές δράσεις δημιουργίας & βελτίωσης ενδιαιτημάτων ειδών ερπετοπανίδας στη Νότια Πελοπόννησο. |
Βελτίωση της γνώσης της ενδημικής και απειλούμενης πανίδας χερσαίων γαστερόποδων εκτός της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στις περιοχές ευθύνης ΦΔ (ΜΔΠΠ) Νότιας Πελοποννήσου. |
Καταγραφή και εκτίμηση πληθυσμών και αξιολόγηση ειδικών πιέσεων και απειλών για άλλα σημαντικά είδη Χλωρίδας εκτός της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στις περιοχές ευθύνης ΦΔ (ΜΔΠΠ) Νότιας Πελοποννήσου. |
Αξιολόγηση της επίδρασης των τεχνικών αποκατάστασης και φυσικής μεταπυρικής αναγέννησης και της εισαγωγής εισβλητικών ειδών στους δασικούς οικοτόπους του Ταΰγετου. |
Μελέτες για ΧΤΑΠ |
Εφαρμογή διαχειριστικών δράσεων για τη διατήρηση του χαμαιλέοντα Chamaeleo africanus στην περιοχή λιμνοθάλασσας Γιάλοβας. |
Δράσεις βελτίωσης ενδιαιτήματος ωοτοκίας της Caretta caretta: έλεγχος προσβασιμότητας, προστασία θινών και μείωση φωτορύπανσης στη Νότια Πελοπόνησσο. |
Εκπόνηση μελέτης φέρουσας ικανότητας και Σχεδίου Διαχείρισης Επισκεπτών σε περιοχές του δικτύου NATURA 2000 της Νότιας Πελοποννήσου. |
Εκτίμηση της τρωτότητας των ακτών της Νότιας Πελοποννήσου έναντι παράκτιας πλημμύρας. |
Κατασκευή και λειτουργία ταΐστρας για την ορνιθοπανίδα στη Νότια Πελοπόννησο . |
Ανάδειξη και αποκατάσταση Λιβαδιών Ποσειδωνίας (οικότοπος 1120) Κεντρικού Αιγαίου, Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου, Κορινθιακού Κόλπου, Νότιας Πελοποννήσου και Εύβοιας-Σκύρου. |
Ανάδειξη και αποκατάσταση Λιβαδιών Ποσειδωνίας (οικότοπος 1120) Κεντρικού Αιγαίου, Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου, Κορινθιακού Κόλπου, Νότιας Πελοποννήσου και Εύβοιας-Σκύρου-(ΝΑΥΔΕΤΕΣ). |
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ – ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
Υλοποιείται πρόγραμμα κατόπιν έγκρισης από την Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πελ/σου με σκοπό οι μαθητές να έρθουν σε άμεση επαφή με α) την έννοια και τη σημασία της βιοποικιλότητας γενικά, β) τα αξιόλογα οικολογικά και πολιτισμικά στοιχεία και τις ζώνες προστασίας των Προστατευόμενων Περιοχών, γ) τα σπάνια και ενδημικά φυτά και τα ενδιαφέροντα είδη ζώων, δ) τα προβλήματα που υποβαθμίζουν τις Προστατευόμενες Περιοχές, ε) τον ρόλο της Μονάδας Διοαχείρισης, στ) το τι μπορούν να κάνουν τα ίδια τα παιδιά για την προστασία. Το Πρόγραμμα περιλαμβάνει:
– Θεματικές προβολές εντός των σχολικών αιθουσών κατόπιν συνεννόησης με την εκάστοτε σχολική μονάδα.
– Επίσκεψη σχολείων στα Κέντρα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης (ΚΠΕ) της Μονάδας, όπου ξεναγούνται στην αίθουσα έκθεσης ερμηνείας περιβάλλοντος, παρακολουθούν θεματικές προβολές περιβαλλοντικού περιεχομένου και συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Η επίσκεψη συνδυάζεται με μετάβαση στο πεδίο της ΠΠ κατά την οποία διεξάγονται δημιουργικές περιβαλλοντικές δραστηριότητες, όπως πεζοπορία σε επιλεγμένα μονοπάτια, παρατήρηση πουλιών, ζωγραφική, χειροτεχνία, κατασκευές κ.α.
– Πακέτο περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων το οποίο απευθύνεται στους μαθητές.
Οικιστικό – Πολιτιστικό περιβάλλον Πάρνωνα
Παραδοσιακοί Οικισμοί – Αρχιτεκτονική. Οι παραδοσιακοί οικισμοί, βασικό στοιχείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αποτελούν εντυπωσιακά αξιοθέατα της χώρας γενικά, αλλά και ειδικότερα του Πάρνωνα. Στην περιοχή της Ανατολικής Πελοποννήσου υπάρχει ένα αξιόλογο δίκτυο Κάστρων από το Παλαμήδι στο Ναύπλιο, το Βυζαντινό Γερακίου, τον Μυστρά, το Κάστρο Μονεμβάσιας, την Ακροκόρινθο. Πρώτη θέση, ανάμεσα στα μνημεία των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων της ευρύτερης περιοχής, κατέχει αναμφισβήτητα ο Μυστράς, η περίφημη Βυζαντινή πόλη, από την οποία διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση θαυμάσιες εκκλησίες με μοναδική τοιχογραφική διακόσμηση, τα ανάκτορα των Παλαιολόγων, αρκετά πολυώροφα αρχοντικά, δρόμοι, το τείχος και το Κάστρο του Βιλλεαρδουίνου.
Αρχαιολογικοί – Ιστορικοί Τόποι. Στην περιοχή, αλλά και στην ευρύτερη, υφίσταται σημαντικό δίκτυο αρχαιολογικών χώρων όπως:
-την έπαυλη του Ηρώδου του Αττικού που πρόσφατα ήρθε στην επιφάνεια στα Δολιανά Αρκαδίας και η οποία αποτελεί την πλουσιότερη συλλογή στην περιοχή,
-ο αρχαιολογικός χώρος της Πλάκας (4 χλμ. Ν του Λεωνιδίου) που βρίσκεται εντός του αρχαίου οχυρωμένου οικισμού Βρασιαί ή Πρασιαί, στην παραλία του Λεωνιδίου, ο οποίος άκμαζε στα ρωμαϊκά και υστερορωμαϊκά χρόνια.
-ο αρχαιολογικός χώρος της Τεγέας με το ναό της Αλέας Αθηνάς (Ν. Δ. της Τεγέας) και το αρχαίο θέατρο της Τεγέας, οι τάφοι του Μενελάου στην Πελλάνα – την Αρχαία πόλη της Σπάρτης αλλά και άλλοι πολλοί.
Μοναστήρια. Το βουνό του Πάρνωνα ονομάστηκε «Δεύτερο Άγιο Όρος» ή «Άγιον Όρος της Νότιας Ελλάδας», γιατί σε αυτό μετοίκισαν επί Κωνσταντίνου Πωγωνάτου (668-685 μ.Χ.) εκχριστιανισθέντες κάτοικοι από τον Άθω, αλλά και γιατί κανένα άλλο ελληνικό βουνό δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλη συγκέντρωση μοναστηριών. Η χριστιανική παρουσία στον Πάρνωνα μέχρι και στις παραθαλάσσιες παρυφές του είναι αδιάλειπτη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (4ος-7ος αι. μ.Χ.). Ορισμένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της περιοχής αλλά και της ευρύτερης είναι τα ακόλουθα:
-Αγ. Αναργύρων, Νότια του χωριού Βέροια. Χρονολογείται από το 13ο αιώνα και θεωρείται η αρχαιότερη μονή με συνεχή λειτουργία.
-Γυναικεία Μονή Ελώνης ή Έλωνας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), κοντά στον Κοσμά. Χρονολογείται από τις αρχές του 16ο αιώνα περίπου
-Γυναικεία Μονή Μαλεβής (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), στο δρόμο Αγ. Πέτρου – Άστρους
-Καρυάς (Αγ. Νικολάου), κοντά στον Τυρό. Θεωρείται το πιο παλιό τσακώνικο μοναστήρι.
Μνημεία αγροτικής πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως ασβεστοκάμινα, νεροτριβές και νερόμυλοι, ανεμόμυλοι, αλώνια, γεφύρια και ξερολιθιές βρίσκονται διάσπαρτα στην περιοχή του Πάρνωνα και μας θυμίζουν παλαιότερες εποχές.
Παράδοση. Η τσακώνικη διάλεκτος, ο τσακώνικος χορός, η ενδυμασία, η υφαντική, τα ήθη και έθιμα των Τσακώνων, αποτελούν μια δυναμική της περιοχής του Πάρνωνα. Οι Τσάκωνες, ως γνήσιοι απόγονοι των Δωριέων, διατήρησαν ανόθευτη τη ρίζα τους και η τσακώνικη γλώσσα αποτελεί και σήμερα τη ζωντανή έκφραση της Δωρικής διαλέκτου.
Η πλούσια παράδοση του Πάρνωνα προβάλλεται συχνά στις τοπικές γιορτές του. Γιορτές θρησκευτικές, ιστορικές, πολιτιστικές, ακόμα και γιορτές αφιερωμένες σε τοπικά προϊόντα διοργανώνονται κάθε χρόνο σε πολλά χωριά του Πάρνωνα.
Ιστορικές γιορτές, όπως ο εορτασμός της Επετείου της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, η αναπαράσταση της ιστορικής Μάχης των Βερβένων και των Δολιανών, αλλά και πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων και γιορτών τοπικών προϊόντων, ανταμώματα, κ.α. λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στα χωριά του Πάρνωνα.
Από τα τοπικά προϊόντα, η μελιτζάνα, το κάστανο και το κεράσι έχουν κάθε χρόνο την τιμητική τους. Στην Καστάνιτσα μοναδική είναι η «Γιορτή του κάστανου», που διοργανώνεται τέλη Οκτωβρίου Στον Πλάτανο παρόμοια είναι η «Γιορτή του κερασιού», κάθε Μάιο. Στην Πλάκα του Λεωνιδίου κάθε καλοκαίρι (τέλη Αυγούστου) έχει καθιερωθεί η «Γιορτή της τσακώνικης μελιτζάνας». Το τοπικό αυτό προϊόν έχει χαρακτηριστεί Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και προσφέρεται στη γιορτή μαγειρεμένο με διάφορους τρόπους.
Οικιστικό Περιβάλλον Ταϋγέτου
Σε όλη σχεδόν την έκταση του ορεινού όγκου του Ταϋγέτου, με εξαίρεση τις περιοχές με πολύ μεγάλο υψόμετρο, βρίσκονται χωροθετημένα χωριά και οικισμοί, τα περισσότερα από τα οποία κατοικούνται και κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι ορεινοί οικισμοί του Ταϋγέτου αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της περιφερειακότητας, καθώς λόγω του γεωγραφικού αναγλύφου, ορισμένοι από αυτούς είναι αρκετά απομακρυσμένοι από τα αστικά κέντρα των νομών Λακωνίας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δυσκολίες προσβασιμότητας σε δίκτυα και υποδομές. Το πρόβλημα είναι ηπιότερο όσον αφορά στους ημιορεινούς οικισμούς. Οι οικισμοί συνδέονται μεταξύ τους και με τα αστικά κέντρα των νομών μέσω του οδικού δικτύου, το οποίο παρουσιάζει την τυπική εικόνα ορεινού οδικού δικτύου, με απότομες κλίσεις και αρκετά τμήματα όπου, λόγω του περιορισμένου πλάτους του οδοστρώματος, δυσχεραίνεται η ομαλή κυκλοφορία.
Οι ορεινοί οικισμοί του Ταϋγέτου έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια πληθυσμιακή συρρίκνωση, κυρίως λόγω της εγκατάλειψής τους από το νεανικό πληθυσμό. Το πρόβλημα είναι λιγότερο έντονο στους ημιορεινούς οικισμούς, λόγω της εγγύτητάς τους με τα αστικά κέντρα των νομών. Οι κύριες δραστηριότητες των κατοίκων αφορούν κατά βάση στον πρωτογενή τομέα παραγωγής, τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και τον τουρισμό, ο οποίος εμφανίζει δυναμική πορεία τα τελευταία χρόνια.
Περιβαλλοντικές Δραστηριότητες
Το προσωπικό της Μονάδας Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πεελοποννήσου είναι υπεύθυνο για την υλοποίηση των δράσεων ενημέρωσης-ευαισθητοποίησης, στο πλαίσιο:
-των επισκέψεων περιβαλλοντικής ενημέρωσης σε σχολεία,
-των επισκέψεων ποικίλων ομάδων στα τέσσερα Κέντρα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης,
-των περιβαλλοντικών δράσεων εορτασμού ημερών με παγκόσμιο ενδιαφέρον, καθώς και
-των ημερίδων/ συνεδρίων, εκδηλώσεων και τοπικών γιορτών, με περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, κ.α.,
Ορισμένες από τις κυριότερες περιβαλλοντικές δραστηριότητες είναι:
-Επισκέψεις περιβαλλοντικής ενημέρωσης μαθητών σε Σχολεία της Α΄βάθμιας και Β΄βάθμιας εκπαίδευσης στο πλαίσιο Παγκόσμιων Ημερών
-Ξεναγήσεις ποικίλων ομάδων στα τέσσερα Κέντρα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης
-Δράσεις εθελοντικού καθαρισμού στο πλαίσιο Παγκόσμιων Ημερών
-Διοργάνωση εκδήλωσης παρατήρησης και αναγνώρισης υδρόβιων πουλιών – καταμέτρηση ειδών (RIA), με αφορμή την Πανευρωπαϊκή Γιορτή πουλιών
-Καταγραφή μεταναστευτικών πουλιών στον υγρότοπο Μουστού στο πλαίσιο της συμμετοχής του ΦΔ στις μεσοχειμωνιάτικες καταμετρήσεις υδρόβιων πουλιών (Ιανουάριος), σε συνεργασία με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
-Εκδηλώσεις επανένταξης άγριας ορνιθοπανίδας στην προστατευόμενη περιοχή
Οικονομικές δραστηριότητες
Πάρνωνας
Στο ορεινό τμήμα της περιοχής οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και, κατ’ επέκταση, με την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Άλλη δραστηριότητά τους είναι η δενδροκομία, καθώς και υλοτομία μαρμάρων. Στις πεδινές περιοχές η γεωργία απασχολεί μεγάλο μέρος των ντόπιων, κυρίως με την καλλιέργεια ελιάς και την παραγωγή άριστης ποιότητας ελαιόλαδου. Αν και ο φορέας εκτείνεται σε παράκτια περιοχή, η αλιεία δεν αποτελεί πρωτεύουσα ασχολία, ενώ η βιομηχανική παραγωγή είναι περιορισμένη στον κλάδο των τροφίμων.
Ταΰγετος
Η τοπική οικονομία των ορεινών και ημιορεινών οικισμών του Ταϋγέτου στηρίζεται κυρίως στον πρωτογενή τομέα παραγωγής (γεωργία-κτηνοτροφία). Τα βασικά αγροτικά προϊόντα που παράγονται στην περιοχή είναι οι ελιές και γενικότερα τα προϊόντα ελαιοπαραγωγής, τα οπωροκηπευτικά, τα προϊόντα αμπελοκαλλιέργειας και τα εσπεριδοειδή. Βασική δραστηριότητα αρκετών κατοίκων της περιοχής είναι επίσης η μελισσοκομία. Τα τελευταία χρόνια, σε περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο, έχουν αναπτυχθεί οι βιολογικές καλλιέργειες. Όσον αφορά στην κτηνοτροφία, τα βασικά είδη που εκτρέφονται είναι τα αιγοπρόβατα, ενώ έχει αρχίσει να αναπτύσσεται και η βιολογική κτηνοτροφία. Στην περιοχή αναπτύσσεται επίσης μεταποιητική δραστηριότητα, η οποία συνδέεται με την επεξεργασία, τη μεταποίηση και την τυποποίηση αγροτικών προϊόντων. Σε αρκετές ορεινές περιοχές του Ταϋγέτου αναπτύσσονται τουριστικές δραστηριότητες, οι οποίες ακολουθούν ένα ήπιο πρότυπο ανάπτυξης, χωρίς επιβαρυντικές παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον. Οι διαθέσιμοι φυσικοί και πολιτιστικοί πόροι προσφέρονται για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Ο Ταΰγετος διαθέτει ένα σύγχρονο ορειβατικό καταφύγιο, τουριστικό περίπτερο και ένα αναρριχητικό πάρκο. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετά σηματοδοτημένα μονοπάτια, ορεινές διαδρομές για πεζοπορία και σημασμένες ορεινές ποδηλατικές διαδρομές. Εντός των ορίων της περιοχής μελέτης βρίσκεται το διεθνές ορειβατικό μονοπάτι Ε4 και το εθνικό μονοπάτι Ε32.
Ιστοσελίδες Προγραμμάτων/Δράσεων της Μονάδας Διαχείρισης:
Iστοσελίδα του πρώην Φορέα Διαχείρισης Διαχείρισης Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου και Μονεμβασίας: