Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
με γέλασαν και μου είπανε ποτές δε θα πεθάνω
κι έχτισα το σπιτάκι μου ψηλότερο από τ’ άλλα
μ’ εφτά οχτώ πατώματα κι εξήντα παραθύρια
στο παραθύρι κάθομαι, τους κάμπους αγναντεύω
βλέπω τους κάμπους πράσινους και τα βουνά γαλάζια
βλέπω το Χάρο να ’ρχεται καβάλα στ’ άλογό του