Μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι
κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει
βάζει το στην ποδίτσαν της και πάει να το ’ξορίσει
μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει
Μαρή σκύλα, μαρή άπονη, μαρή δαιμονισμένη
εγώ ’χω δεκαοχτώ παιδιά και πολεμώ ν’ τα θρέψω
κι εσύ έχεις το χρυσό αϊτό και πας να το ’ξορίσεις
βάλε το στην ποδίτσα σου και πίσω να γυρίσεις
να το ’ξορίσεις: να το πετάξεις