Μια πέρδικα καυχήστηκε σ’ Ανατολή και Δύση
πως δεν ευρέθη κυνηγός να τηνε κυνηγήσει
κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε πολύ βαρύ του ’φάνη
στένει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξόβεργα στσι κάμποι
τα δίχτυα τα μεταξωτά στ’ Αλή πασά τη βρύση
και πάει η πέρδικα να πιει και πιάνεται απ’ τη μύτη
Σγουρέ βασιλικέ μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου
Χαμηλοπιάσε κυνηγέ, γιατ’ η ψυχή μου βγαίνει
Χαμηλοπιάνει ο κυνηγός, κάνει φτερά και φεύγει
Στα όρη βγαίνει η κάππαρη
τα λόγια σ’ είναι ζάχαρη
Κρίμα σε σένα κυνηγέ και την παλληκαριά σου
να φύγει τέτοια πέρδικα από την αγκαλιά σου
Βασιλικός, βασιλικός
ο ξένος γίνεται δικός