Σηκώνομαι ο καημένος, σαν παραπονεμένος
και βάζω τ’ άρματά μου, πάω να κυνηγώ
λαγούς, περδίκια να ’βρω, πουλάκια να σκοτώσω
και σένα να γλιτώσω, κορμί μ’ αγγελικό
στο δρόμο που πηγαίνω βρίσκω και μια μηλιά
στα μήλα φορτωμένη κι απάνω μια ξανθιά
Ξανθιά, κατέβα κάτω να κάνουμ’ αγκαλιά
Κι εκείνη κόβει μήλα και με πετροβολά
κάνω να κόψω μήλο, πιάνω το χέρι της
βοήθα Παναγιά μου να γίνω ταίρι της
ψηλά βλέπω ’ναν πύργο που λάμπει σαν τον ήλιο
πουλί καθόταν πάνω και γλυκοκελαηδεί
και το κελάηδημά του μου φάνηκε πως λέει
Χαρείτε σεις οι νέοι τώρα που ’ναι καιρός
χαρά, χαρά χαρείτε, κορίτσια παντρευτείτε
γιατί καιρός διαβαίνει και δε γυρίζει πια