Όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά
το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό
περπατεί στους κάμπους με τον αϊτό
περπατεί και λέει και κελαηδεί
Βρε Μεσολογγίτη πραματευτή
πού τηνε διαλέχτεις αυτήν τη νια
την ξανθομαλλούσα, την Πατρινιά
Απ’ την Πόλη ερχόμουν κι απ’ τα νησιά
κι απ’ τη γειτονιά της επέρασα
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες εδρόσιζε
μου ’κοψε κλωνάρι και μου ’δωσε
μου ’πε κι ένα λόγο που μ’ άρεσε
Στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενητάδες στο μπάρμπα μου