Πέφτει αντάρα στα βουνά και καταχνιά στους κάμπους
αντάρα είν’ η ξενιτιά κι η κατιχνιά ορφάνια
κάθεται ξένος κι όλο κλαίει βαριά κι αναστενάζει
δεν έχ’ κανέναν να τον δει, κανείς να τον κοιτάξει
κι έλαχαν τρεις γειτόνισσες και οι τρεις χαροκαμένες
η μια του πάει κρύο νερό κι η άλλ’ μοσχοσταφύλι