Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ
λίγο ύπνο για να πάρω, είδα όνειρο μεγάλο
παντρεύεται η αγάπη μου, το κάνει για γινάτι μου
και παίρνει τον εχθρό μου, για το πείσμα το δικό μου
και στη χαρά με προσκαλούν και για κουμπάρο με καλούν
νούνο για να στεφανώσω, δυο κορμάκια να ενώσω
παίρνω τα στέφανα χρυσά, βάστα καημένη μου καρδιά
και λαμπάδες απ’ ασήμι, έλεος κι ελεημοσύνη
και τα χεροκρατήματα κι αυτά μαργαριτάρι
χαρά στο νιο που θα σε πάρει