Ποταμέ ‒ τζάνε μ’ ποταμέ μου
ποταμέ μ’, όταν γεμίζεις
και βαρείς και κυματίζεις
πάρε με ‒ τζάνε μ’ ποταμέ μου
πάρε με στα κύματά σου
στα στριφογυρίσματά σου
να με πας ‒ τζάνε μ’ ποταμέ μου
να με πας στη δύση δύση
μέσα στου πασά τη βρύση
να ’ρχονται ‒ τζάνε μ’ ποταμέ μου
να ’ρχονται ξανθές να πλένουν
μαυρομάτες να λευκαίνουν
να ’ρθει και ‒ τζάνε μ’ ποταμέ μου
να ’ρθει και η δική μου αγάπη
τα μαλλιά πίσω στην πλάτη
τζάνε μ’: ψυχή μου, καλέ μου