Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου
τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα που ’σαι
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
να στείλω και τα δάκρυα μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι
τα δάκρυα μου είναι καυτερά και καίνε το μαντίλι
Η ζωή κι η ιστορία αυτής της τόσο φιλικής -και ταυτόχρονα πάντα σκληρής για τα παιδιά της- χώρας που λέγεται Ελλάδα είναι, απ’ τα πανάρχαια χρόνια, συνυφασμένη με την έννοια και τους πόνους του ξενιτεμού, με ανοιχτούς πάντα προς τη φυγή, μα δύσκολους για το γυρισμό, τους δρόμους της τραχιάς στεριάς και της απρόβλεπτης θάλασσας. Το κύμα μετανάστευσης προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ή την Ανατολή, που αναγκαστικά ακολούθησε την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων, συνιστούν το αρχικό ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο δημιουργίας μιας σημαντικής κατηγορίας δημοτικών τραγουδιών, των τραγουδιών της ξενιτιάς. Ο εκπατρισμός, από τη στιγμή που πήρε συστηματικό και μαζικό χαρακτήρα, απέκτησε στη λαϊκή συνείδηση το νόημα μιας αναπόφευκτης μοίρας για τους νέους άντρες προς αναζήτηση τύχης, πλούτου, γνώσης του κόσμου, μιας υποχρεωτικής διάβασης από τον οικείο, συλλογικό, ασφαλή χώρο προς τα άγνωστα, μακρινά, απειλητικά «ξένα». Επειδή ο ξενιτεμός δεν είναι μια κρίση περιορισμένη χρονικά αλλά μια μόνιμη κατάσταση, τα τραγούδια αυτά τραγουδιούνται σε κάθε περίσταση της οικογενειακής ή της κοινωνικής ζωής, απόντος του ξενιτεμένου, αναπαράγοντας την αντίληψη περί ξενιτιάς, υποβάλλοντας στα άτομα τη στάση, τη συμπεριφορά, ακόμα και τα συναισθήματά τους προς αυτήν. Η μοίρα του ξενιτεμένου, όπως περιγράφεται στα τραγούδια, με τρόπο σχεδόν διδακτικό, είναι σκοτεινή σαν θάνατος: κοινωνική υποβάθμιση, κακουχίες, μοναξιά και αρρώστια. Δεινά τα οποία, παρόλο που φαίνεται να εκφράζουν τη μαρτυρία των ξενιτεμένων, στην πραγματικότητα είναι έργο της κοινωνίας που παρέμεινε στο χωριό, προβολή των δικών της συναισθημάτων απέναντι στον ξενιτεμό. Η άγνοια της ξενιτιάς -και η μυθοποίησή της- είναι που καθιστά τόσο χαρακτηριστικά τα τραγούδια αυτού του είδους και τα κάνει να μοιάζουν με τα μοιρολόγια και τη δική τους εικόνα για τον εξίσου άγνωστο και τρομακτικό Κάτω Κόσμο.