Στου Κωσταντίνου τις αυλές πηγάδιν εξετρέχει
συνάφορμα του πηγαδιού περβόλιν εφυτέψα
έχει μηλιές και κυδωνιές, δάφνες και κυπαρίσσια
και κόκκινες τριανταφυλλιές ομάδι με τις άσπρες
και μια μηλιά χρυσομηλιά, εψήθη κ’ εμαράθη
κι άλλη μηλιά της εμιλεί κι άλλη μηλιά της λέει
Μηλιά, τα μήλα σε βαρούν, μη ο καρπός σε κλίνει
μη ο περιβολάρης σου απότιστη σ’ αφήνει
Μηδέ τα μήλα με βαρούν, μη ο καρπός με κλίνει
μη ο περιβολάρης μου απότιστη μ’ αφήνει
ανδρόγυνον επέρασεν ωριοκαμαρωμένο
στον ίσκιο μου κοιμήθηκε κι ήφαγε τον καρπό μου
κι από τις ομορφάδες του εκλίνα τα κλωνιά μου
εξετρέχει: ξεχειλίζει, πλημμυρίζει
συνάφορμα: εξ αφορμής, εξαιτίας
κλίνει: γέρνει, βαραίνει προς τα κάτω