Λιμνοθάλασσα Μουστού

Λιμνοθάλασσα Μουστού
  • Κωδικός:

    GR1260001

  • Γεωγ. Διαμέρισμα:

    Πελοπόννησος

  • Έκταση:

    339,15 ha

  • Κατηγορία Προστατευόμενης Περιοχής:

    ΕΖΔ

Η λιμνοθάλασσα του Μουστού βρίσκεται στην Αρκαδία της Πελοποννήσου, βόρεια του όρμου του Άστρους, και αποτελεί τον κεντρικό υγρότοπο του συμπλέγματος που περιλαμβάνει (βόρεια προς νότια) το έλος Κάτω Βερβένων, την εκβολή του Τάνου ποταμού και τις εναπομείνασες υγροτοπικές εκτάσεις στην περιοχή Ατσίγγανος, τη λιμνοθάλασσα Μουστού έως την υγροτοπική έκταση του Χερονησίου και την εκβολή του Βρασιάτη. Οι υγρότοποι αυτοί έχουν σχηματιστεί από την δράση των ποταμών Τάνου και Βρασιάτη και από υπόγεια νερά (καρστικές πηγές). Η λιμνοθάλασσα του Μουστού δέχεται γλυκά νερά από πηγή και θαλασσινό νερό από το κανάλι.

 

Η λιμνοθάλασσα Μουστού και οι παρακείμενοι υγρότοποι αποτελούν τις κυριότερες περιοχές διαχείμασης των υδρόβιων πουλιών στην ανατολική Πελοπόννησο, ενώ επίσης είναι πολύ σημαντικοί για τη διαχείμαση και μετανάστευση των υδρόβιων, αρπακτικών και στρουθιόμορφων πτηνών, καθώς βρίσκονται στο μεταναστευτικό διάδρομο των ανατολικών ακτών της Ελλάδας. Ειδικότερα, το υγροτοπικό σύμπλεγμα Μουστού είναι τμήμα της μεταναστευτικής πορείας Αφρική – Κρήτη – Αντικύθηρα – Κύθηρα – ακρωτήριο Μαλέας – ανατολική ακτή Πελοποννήσου – ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα – βόρεια Ευρώπη.

 

Επίσης, έχει καταγραφεί πλήθος ερπετών, αμφιβίων, μικρών θηλαστικών, καθώς και ψαριών. Σημαντικότατο το είδος της βίδρας Lutra lutra, με έναν μικρό πληθυσμό να οριοθετείται στον υγρότοπο του Μουστού, καθώς επίσης και το τσακάλι Canis aureus, το οποίο έχει μεγάλη οικολογική σημασία για τη περιοχή. Σε ότι αφορά στην ιχθυοπανίδα καταγράφονται 11 είδη ψαριών, με το είδος Aphanius almiriensis/fasciatus να είναι είδος προτεραιότητας για την ΕΕ και ενδημικό είδος του υγροτόπου.

 

Η περιοχή του Μουστού υφίσταται ανθρωπογενείς πιέσεις με κυριότερα προβλήματα τις εκχερσώσεις και την επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, την επέκταση της αστικής οικοδόμησης και κατασκευές τουριστικών και παραθεριστικών υποδομών, καθώς και τη ρύπανση των υγροτοπικών ενδιαιτημάτων από υπολείμματα γεωργικών φαρμάκων και εντομοκτόνων, που χρησιμοποιούνται στις παρακείμενες καλλιέργειες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 η υγροτοπική έκταση καταλάμβανε περίπου 6.700 στρ. ενώ το 2012 περίπου 2.950 στρ., δηλαδή συρρικνώθηκε κατά περίπου 44%.