Δέντρο είχα στην αυλή μου για παρηγοριά δική μου
πράσινα κάνει τα φύλλα, τα κλωνάρια του γαλάζια
κόρη κάθονταν στον ίσκιο κι έπλεκε χρυσό γαϊτάνι
Πλέξ’ το κόρη το γαϊτάνι, πλέξ’ το και κρουστάλλωνέ το
κι αλλουνού να μην το δώσεις, μόν’ εμένα του λεβέντη
να το βάλω στο σπαθί μου και στ’ ασημοκούμπουρό μου
πλέξ’ το και κρουστάλλωνέ το: πλέξ’ το κρουστά (δηλαδή σφιχτά, σε αντίθεση με το αραιοπλεγμένο)