Ο ρινόλοφος του Blasius είναι μετρίου μεγέθους νυχτερίδα με άνοιγμα πτερύγων έως και 28 εκατ. και βάρος από 10 έως 14 γραμμάρια. Είναι ένα είδος με ευρεία, αλλά κατακερματισμένη κατανομή στην ανατολική υποσαχάρια και τη βορειοδυτική Αφρική, τα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο, τη νότια και ανατολική Αραβική Χερσόνησο, το Ιράν, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Πρόσφατα εξαφανίστηκε από την Ιταλία και τη Σλοβενία (νοτιοανατολικές Άλπεις), ενώ οι πληθυσμοί του συρρικνώθηκαν δραματικά στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, χωρίς να έχουν γίνει γνωστά τα αίτια. Στην Ελλάδα είναι αρκετά κοινό, καθώς απαντάται σε όλη την ηπειρωτική χώρα, ενώ έχει εντοπιστεί και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και του Ιόνιου πελάγους και την Κρήτη. Το είδος κουρνιάζει συνήθως σε ασβοστολιθικά σπήλαια και ορυχεία, όπου δημιουργεί αποικίες μέχρι και εκατοντάδων ατόμων.
Είναι νυχτόβιο ζώο και τρέφεται με έντομα τα οποία συλλαμβάνει εν πτήση μέσω ηχοεντοπισμού. Έχει ιδιαίτερα ευέλικτη πτήση και συνήθως πετάει κοντά στην βλάστηση. Το διαιτολόγιο του είναι γνωστό μόνο από τη Ροδόπη, όπου τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με νυχτοπεταλούδες.
Η προστασία του ρινόλοφου του Blasius σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αυστηρή. Περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της σύμβασης της Βέρνης και της σύμβασης της Βόννης. Περιλαμβάνεται επίσης στα παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας 92/43 της ΕΕ. Επίσης προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81 και από την UNEP/EUROBATS. Αποτελεί «Είδος Προτεραιότητας» για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Λόγω της ευρύτατης κατανομής του θεωρείται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος παγκοσμίως (IUCN), αλλά στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως Σχεδόν Απειλούμενο, καθώς μέχρι στιγμής στη χώρα μας δεν έχουν βρεθεί πολλές και μεγάλες αποικίες. Απειλείται κυρίως από την υποβάθμιση των καταφυγίων όπου κουρνιάζει (τουριστική εκμετάλλευση σπηλαίων, κατάρρευση εγκαταλειμμένων ορυχείων, αποφράξεις με μπάζα κ.α.). Οι έμμεσες πιέσεις που δέχεται σχετίζονται με τη συρρίκνωση, υποβάθμιση και κατακερματισμό των οικοτόπων όπου τρέφεται και γενικά τη συνεχή απώλεια της φυσικότητας του περιβάλλοντος, ενώ και η εκτεταμένη χρήση εντομοκτόνων επηρεάζει αρνητικά τα ζώα μέσω της τροφής τους.
Κείμενο: Παναγιώτης Γεωργιακάκης, ΜΦΙΚ-Πανεπιστήμιο Κρήτης